Ο έμπειρος δημιουργός μιλά για την έκτη μεγάλου μήκους ταινία του «Τρεις Μέρες Ευτυχίας», το θυληκό πορτρέτο μιας Αθήνας σε αδιέξοδο, αλλά και για τις σκηνοθετικές επιρροές και τον ημι-ρεαλιστικό κινηματογραφικό του κόσμο. Από τον Γιάγκο Αντίοχο
Γιατί επέλεξες να έχεις τρεις γυναίκες πρωταγωνίστριες;
Οι γυναίκες ζουν πολύ πιο άγρια τις αντιφάσεις που υπάρχουν γύρω μας, ιδίως σήμερα που ο ρόλος τους είναι εξαιρετικά περίπλοκος. Στους καιρούς μας, η γυναίκα πρέπει να είναι τα πάντα, όμορφη, έξυπνη, γόνιμη, επιτυχημένη και να έχει λεφτά. Είναι στα όρια του αδύνατου να ανταπεξέλθει επαρκώς σε όλους αυτούς τους ρόλους. Είναι σχεδόν παρανοικό όλα αυτά που της ζητούνται...
Δεν φοβήθηκες μήπως η απόφαση σου να τριχοτομήσεις τον πρωταγωνιστικό ρόλο δημιουργεί ανισότητες στην αφήγηση;
Ηθελα να κάνω ένα γυναικείο πορτρέτο που ξεπερνά το προσωπικό, το ατομικό. Γι αυτό διάλεξα τρεις γυναίκες από διαφορετικούς κοινωνικούς χώρους και τάξεις. Τελικά όμως πιστεύω ότι με τον τρόπο που οι ιστορίες αλληλεπιδρού και μπλέκονται μεταξύ τους δημιουργούν ένα ερύτερο πορτρέτο της νέας γυναίκας σήμερα.
Οι πρωταγωνίστριες σου δεν είναι ευρύτερα γνωστές. Ηταν μια συνειδητή επιλογή η ζήτημα τύχης;
Ηθελα να βρω τα πρόσωπα που ταίριαζαν σε αυτό που είχα στο μυαλό μου. Αν δω έναν ηθοποιό, ξέρω σε λιγώτερο από ένα λεπτό αν μου κάνει η όχι. Αλλά δεν είναι καθόλου εύκολο να βρεις αυτά τα πρόσωπα. Επίσης, ήθελα στις «Τρεις Μέρες Ευτυχίας» να ανακαλύψω τρεις γυναίκες που να έχουν,άμα τη εμφανίσει, ισχυρή παρουσία, να διαθέτουν ισχυρό ψυχισμό, ο οποίος μπορεί να εκφράσει το ακραίο δράμα που βιώνουν πέρα από τα όρια των ανεπεξέργαστων καθημερινών συμπεριφορών.
Εχεις κινηματογραφήσει την Αθήνα πολλέ φορές και με διαφορετικούς τρόπους...
Με ενδιαφέρει το σινεμά που σε οδηγεί σε κάτι καινούργιο και εν προκειμάνω σε μια νέα όψη αυτής της πόλης. Επίσης με ιντριγκάρει ο φυσικός χώρος ακόμη και στα εσωτερικά. Μου αρέσουν οι βιωμένοι χώροι. Ο φυσικός χώρος κουβαλά τα σημάδια του χρόνου που έχει περάσει.
Ενώ σκηνοθετείς ένα σκληρό δράμα, οι τόνοι παραμένουν σε όλη τη διάρκεια της ταινίας χαμηλοι...
Πιστεύω ότι μέσα από τις σιωπές επιτείνεται το δράμα. Οι χαμηλοί τόνοι είναι τελικά πολύ πιο ισχυροί κι έχουν μεγαλύτερη διάρκεια. Από την άλλη προσπάθησα να τοποθετήσω στην πλοκή κάποιες βραδυφλεγείς σεναριακές βόμβες, οι οποίες και μετά το τέλος της ταινίας εξακολουθούν να παραμένουν ενεργές. Ηθελα με το που πεφτουν οι τίτλοι τέλους να έχει τη δυνατότητα ο θεατής να φανταστεί τη συνέχεια της ταινίας.
Στη στυλιζαρισμένη φωτογραφία σου κυριαρχεί το μπλε. Δεν φοβήθηκες τις αναφορές στην Μπλε Ταινία του Κισλόφσκι;
Το συγκεκριμένο χρώμα εκφράζει ένα συναίσθημα και κατ΄επέκταση τη φορτισμένη κατάσταση των ηρωίδων. Είναι παράλληλα ένας τρόπος να απογυμνωθεί ο ρεαλισμός και να προχωρήσει ο θεατής λίγο πιο μέσα. Οσο για τις όποιες αναφορές στον Κισλόφσκι, να σου πω την αλήθεια δεν τις σκέφτηκα καν. Καλώς η κακώς, ξεκίνησα ως σινεφίλ και ανακάλυψα το σινεμά μέσα από το βλέμμα των άλλων. Από την άλλη όμως πιστεύω ότι έχω τον δικό μου κινηματογραφικό κόσμο και τη δική μου ματιά. Αν με κάλυπταν οι ταινίες που έβλεπα στις αίθουσες, δεν θα γύριζα τις δικές μου. Κάνω σινεμά για να βγάλω στην επιφάνεια πράγματα που σκέφτομαι και δεν τα βλέπω αλλού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου