ΚΡΙΤΙΚΕΣ-ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

* * * 1/2  Η δεξιοτεχνική σκηνοθεσία του Αθανίτη και η εσωτερική ηφαιστιώδης δύναμη των εικόνων και των ερμηνειών, καρφώθηκαν στη μνήμη μου...
Δημήτρης Δανίκας, ΤΑ ΝΕΑ

 
* * * 1/2   Ενα απόκοσμο εφιαλτικό στυλ...
Αλέξης Δερμεντζόγλου, MAKEΔONIA


* * *  Ενα  ψηφιδωτό της ζωής μιας μικροαστικής, οδηγημένης σε πολλαπλά αδιέξοδα κοινωνίας... Νίνος Φ. Μικελίδης, fenecks blog  


* * *  Ο Δημήτρης Αθανίτης σκηνοθετεί μια γοητευτική ταινία..εικόνες-θραύσματα αστικού τοπίου και εσωτερικού ψυχισμού, φιλμικά μοτίβα βγαλμένα από ταινίες του Αντονιόνι και του πρώιμου Βέντερς. Κώστας Τερζής, ΑΥΓΗ


Mια ταινία πολιτική, άξια εκπρόσωπος ενός σύγχρονου ελληνικού ρεύματος, που απορρίπτοντας οτιδήποτε τεχνητό, ωθεί σε μια αμφισβήτηση του κόσμου.
Elie Castiel, SEQUENSES, Montreal

Ενα πολύπλοκο πορτρέτο διαφορετικών γυναικών, σε ένα ύφος που θυμίζει Μπέργκμαν και Μπουνουέλ.  Bill Mousoulis, EKRAΝ, Lublijana 



Στοιχειώνουν το βλέμμα του θεατή, εικόνες απόκοσμης ομορφιάς.
Ορέστης Ανδρεαδάκης, Νύχτες ΠΡΕΜΙΕΡΑΣ


Συλλαμβάνει αφαιρετικά ένα στιγμιότυπο μιας κοινωνίας σε κρίση... 
Γιώργος Κρασσακόπουλος, ΑTHENS VOICE
 

Απόκοσμη ατμόσφαιρα, σκληρές εικόνες, βραδυφλεγείς σιωπές, σπαρακτικά βλέμματα
Σπύρος Σμυρνής, Stigalera.worldpress.com
 
Βασίζεται στο βλέμμα και το άρρητο... 
Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος, LIFO


Ενα φιλμ παράτολμο, σιωπηρό, βασισμένο στο βλέμμα και στο σώμα.
Νίκος Κουρμουλής, Κόσμος του Επενδυτή

Σινεμά ιδιόμορφο, διαφορετικό κι απαιτητικό.
Θόδωρος Σούμας, Cinephilia.gr
 

Αποδίδει τη βία του έρωτα, την ένταση των συναισθημάτων...
 Παναγιώτης Τιμογιαννάκης, ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ

Το βαθύ απελπισμένο γυναικείο βλέμμα που καρφώνει το φακό, είναι μια εικόνα που σε ακολουθεί για καιρό. Χρήστος Μήτσης, ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ
 
Μια μελαγχολική συμφωνία, η μελωδία της οποίας ασφυκτιά μέσα σε ένα αδιαπέραστο οικογενειακό στάτους. Στράτος Κερσανίδης, Η Εποχή
 

Κατοικεί με την κάμερα του τόσο κοντά στα πρόσωπα, που δεν μπορεί παρά να οντολογεί, όπως βέβαια, κάθε ποιητής.  Κωνσταντίνος Μπλάθρας, ΡΗΞΗ 
 

Απόκοσμο, μελαγχολικό.
Χριστίνα Λιάπη, ΣΙΝΕΜΑ

Η Ιρίνα, η Άννα και η Βέρα ίσως είναι οι ετερογενείς όψεις αυτής της πόλης ή ακόμη και της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας που έχασε απότομα την αθωότητά της.  Γιάγκος Αντίοχος, Αθηνόραμα

Αν υπάρχει ένας Ελληνας σκηνοθέτης που κατάφερε να κλείσει στις ταινίες του ολόκληρη την τελευταία δεκαετία, αυτός είναι ο Δημήτρης Αθανίτης.  Βένα Γεωργακοπούλου, Ελευθεροτυπία

Ενας σκηνοθέτης που αγαπά τα πρόσωπα, ψάχνει να διηγηθεί τις ιστορίες του μέσα από το μυστήριο των κοντινών τους.   Πόλυ
Λυκούργου, Flix


                                     *         *        *        *        *         *         *        *        *



Η απειλή της ευτυχίας, του Ορέστη Ανδρεαδάκη  Νύχτες Πρεμιέρας

"Θε μου τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε"
Οδ. Ελύτης (Μαρία Νεφέλη)

 Είναι παράξενος ο τίτλος της ταινίας του Δημήτρη Αθανίτη, διότι οι "Τρεις Μέρες Ευτυχίας" θα μπορούσαν να είναι τρεις ώρες ή τρία λεπτά ευτυχίας, αφού στην πραγματικότητα κανείς δεν μπορεί να μετρήσει αυτό το φορτίο. Ούτε οι ηρωίδες του, που παραδίδονται στον άγριο λυρισμό του αστικού τοπίου για να επανεφεύρουν την ίδια την ύπαρξή τους.

Λιτός και ακριβής, ο σκηνοθέτης του "Καμιά Συμπάθεια για τον Διάβολο", φτιάχνει μια αρχιτεκτονική κινηματογραφική μελέτη για τον γυναικείο ψυχισμό. Θα έλεγε κανείς ότι τα κάδρα του έχουν σχεδιαστεί πάνω στη φευγαλέα φύση του συναισθήματος που άπαντες κυνηγούν με εμμονική αποφασιστικότητα: σφύζουν από ζωή, ενώ στην πραγματικότητα στοιχειώνουν το βλέμμα του θεατή με εικόνες απόκοσμης ομορφιάς.


Κάτω από το μπλε πέπλο των πλάνων του Αθανίτη κρύβεται μια απειλή- η απειλή της ευτυχίας.



FILM NOIR, Αλέξης Δερμετζόγλου
H σκοτεινή πλευρά της κοινωνίας

Ποιο είναι το τίμημα του σύγχρονου σινεμά; Να αξιοποιεί γνωστά θέματα με διαφορετική αφήγηση. Κι ακόμα, να συναντάει  την κοινωνικότητα, ειδικά στην κατάσταση που βρισκόμαστε. Βασικό σημείο πίεσης μιας ζοφερής φαινομενολογίας είναι η γυναίκα, που έτσι ή αλλιώς διαπομπεύεται. Οι θλιβερές, παραμορφωμένες εικόνες των γυναικών φορέων του Αids, η αχνή, γκρι φιγούρα της πρώην κυρίας υπουργού στο δρόμο για τη φυλακή τονίζουν τη μετατροπή των γυναικών, πέραν ενός καταναλωτικού σεξουαλικού αξεσουάρ, σε ρατσιστικό βατήρα για διάφορες διαδικασίες.

Το σινεμά του Αθανίτη μου θυμίζει κάτι μεταξύ Λαρς Φον Τρίερ και γαλλικού, μελλοντολογικού είδους. Μια Αθήνα ζοφερή, που κατασπαράσσει τα παιδιά της σ’έναν αποκλεισμένο τόπο τόσο τρομερό και απόκοσμο ώστε τελικά να συναντάει τη μαζοχιστική… ευδαιμονία, την ευφορία του… βάναυσου. Τρείς γυναίκες, τρεις ιστορίες, μία διαπλοκή, μια πόλη, μια κατάσταση. Η ταινία του κ.  Αθανίτη επαληθεύεται με τις πρόσφατες προαναφερθείσες εξελίξεις. Προφητική ως αποκάλυψη, διαπεραστική ως βελόνα τζάνκι και προκλητική ως τον παγωμένο που ζητάει ένα ζεστό στέκι όποιο κι αν είναι αυτό: από κακόφημο ξενοδοχείο ως αίθουσα νεκροτομείου, από αστικό σπίτι ως αυτοκίνητο με αναμμένη τη μηχανή. Κάτι πεθαίνει, κάτι φθείρεται, κάτι σήπεται και βρωμοκοπάει.

Βλέπω την ταινία και κρατάω κλειστή τη μύτη μου. Η Αθήνα ως τυμπανιασμένο πτώμα, η Ελλάδα σε μηχανική υποστήριξη, οι άνθρωποι σε τραγική απελπισία, οι γυναίκες εξουθενωμένες. Η πατρίδα σε κρίση, ο έρωτας σε έκλειψη, το όραμα σε δύση και πάνω απ’ όλα ο ύστατος συμβολισμός. Ο θάνατος, η αυτοκτονία της μητέρας (συζύγου του Ερρίκου Λίτση), δηλαδή το τέλος της χώρας, της μήτρας, της συνέχειας.
Κι όμως, για να θυμηθούμε τον Φόρμαν «One Flew Over the Cuckoos Nest», όπως ο Ινδιάνος, έτσι και η κόρη της οικογένειας θα αποδράσει, θα την «κάνει», θα μεταφέρει τη σκυτάλη, τη δάδα, την πιθανότητα συνάντησης των τριών, την ένωση για ανατροπή, την επανάσταση (;), άντε πολύ το πήγα.

Το «Τρεις Μέρες Ευτυχίας», που πηγαίνει για κορυφαία, ελληνικά Όσκαρ (απονομή τη Δευτέρα), δεν είναι μια ταινία για να σας χαϊδέψει, για να χωνέψετε τη βραδινή πίτσα. Είναι για να σας «χαλάσει», για να στρώσετε, αν μπορείτε έστω και τώρα να αποβάλετε τις αστικές στρεβλώσεις και να μην λειτουργείτε αμετανόητα ως ασυγχώρητοι. 

Αλέξης Δερμεντζόγλου  Φιλμ Νουαρ, τ. 31, 3/5/2012 


Νίνος Φένεκ Μικελίδης: Η έκλειψη των αισθημάτων

ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ
Ελλάδα, 2011. Σκηνοθεσία-σενάριο: Δημήτρης Αθανίτης. Ηθοποιοί: Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Κατερίνα Φωτιάδη, Νικολέτα Ντρίζη, Ερρίκος Λίτσης, Λουκία Πιστιόλα, Κρις Ραντόνοφ.

Το σεξ, η έλλειψη επαφής, η μοναξιά, τα χαμένα όνειρα, αλλά και το χρήμα και ο θάνατος είναι τα βασικά θέματα της ταινίας «Τρεις μέρες ευτυχίας» του Δημήτρη Αθανίτη. «Πόσο κρατάει η ευτυχία;», ρωτάει μια από τις νεαρές ηρωίδες. «Ένα λεπτό; μια ώρα; μια μέρα;» Στην ερώτηση αυτή προσπαθεί να απαντήσει ο σκηνοθέτης μέσα από τα στιγμιότυπα της ζωής τεσσάρων γυναικών: τριών νεαρών κοριτσιών και μιας μεσήλικης γυναίκας. Η μια, υπάλληλος σε βιβλιοπωλείο, ετοιμάζεται να παντρευτεί τον εκλεκτό της καρδιάς της, που την παραμονή του γάμου τους την απατά με μια πόρνη, την Ιρίνα (σ’ ένα είδος βιαστικού bachelor party που διοργανώνουν γι’ αυτόν δυο φίλοι του), η άλλη, η πόρνη, με μια δήθεν σταθερή σχέση μ’ έναν ηλικιωμένο που, για χάρη της, είναι έτοιμος να εγκαταλείψει την οικογένειά του, ενώ η Ιρίνα ονειρεύεται να φύγει κάποτε για τον Καναδά και που βλέπει τα όνειρά της να καταρρέουν, όταν ο νταβαντζής και οι «προστάτες» της την αναγκάζουν να επιστρέψει στους κόλπους της «οικογένειας», με την τρίτη, που έχει πέσει σε κατάθλιψη, σύζυγο του εραστή της Ιρίνας, να οδηγείται στην αυτοκτονία, ενώ η κόρη της επιστρέφει από τις σπουδές της στο πανεπιστήμιο για ν’ ανακαλύψει την αλήθεια για τους αποξενωμένους γονείς της.



Οι ιστορίες εκτυλίσσονται σε μιαν Αθήνα που παίζει κυρίαρχοι ρόλο στην ταινία, με τους αφιλόξενους δρόμους, τους βουτηγμένους στα βουητά αυτοκινητόδρομους, τις γέφυρες πάνω από τις γραμμές του τρένου, τα απρόσωπα δωμάτια των ξενοδοχείων, όλα φωτογραφημένα έτσι που να δημιουργούν μιαν αλλόκοτη ατμόσφαιρα, στην οποία συμβάλλει και η μονοχρωμία των εικόνων, δίνοντας την εικόνα μιας αφιλόξενης πόλης.
Με μια κάμερα που επιμένει στα κοντινά, συχνά γκρο πλάνα των προσώπων, ώστε να τονίζεται άλλοτε ένα ένοχο βλέμμα, άλλοτε η μοναξιά και η αναποφασιστικότητα, άλλοτε η ελπίδα ή η χαρά κι άλλοτε η λύπη και η απόγνωσή τους (σε μιαν από τις πιο πετυχημένες και εντυπωσιακές σκηνές, βλέπουμε σε γκρο πλάνο το ένα μάτι της Ιρίνας που, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, περιμένει την αντίδραση του νταβατζή της), με λιγοστούς, μινιμαλιστικούς διαλόγους, με τη σιωπή συχνά να κυριαρχεί στις σκηνές (αναφέρω υποδειγματικά εκείνη με τον ηλικιωμένο σύζυγο και τα λουλούδια, ή εκείνη με τη γυναίκα του να τον σερβίρει σ’ ένα σιωπηλό δείπνο πριν από την αυτοκτονία της συζύγου), ο σκηνοθέτης έφτιαξε ένα ψηφιδωτό της ζωής μιας μικροαστικής, οδηγημένης σε πολλαπλά αδιέξοδα, κοινωνίας, που δεν είναι αμέτοχη στην όλη κοινωνική/οικονομική/πολιτική κρίση. Μια ταινία που δείχνει πως ο νέος ελληνικός κινηματογράφος, παρά τα εμπόδια και τις κατά καιρούς παλινωδίες, έχει ακόμη πολλά, συχνά συναρπαστικά, να μας πει.


Δ. ΔΑΝΙΚΑΣ: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΠΛΗΞΗ

«Τρεις μέρες ευτυχίας» Ασπρόμαυρο στο μεγαλύτερο μέρος του, στυλάτο, σπονδυλωτό από τον Δημήτρη Αθανίτη. Τρία κορίτσια, τρεις παράλληλες αλλά στο βάθος διασταυρούμενες ιστορίες. Η πρώτη με την Ιρίνα (Νκολίτσα Ντρίζη) που εκδίδεται. Η δεύτερη με την Αννα (Αλεξάνδρα Αϊδίνη) που αναγκάζεται να παντρευτεί. Και η τρίτη με τη Βέρα (Κατερίνα Φωτιάδη) που προσπαθεί από την πραγματικότητα να κρυφτεί. 
Ολα αυτά ακούγονται σαν αφηρημένες καταστάσεις, όμως η δεξιοτεχνική σκηνοθεσία του Αθανίτη και η εσωτερική ηφαιστειώδης δύναμη των εικόνων και των ερμηνειών καρφώθηκαν στη μνήμη μου σχεδόν από τα πρώτα λεπτά. 
Σας βεβαιώ ότι αν η ίδια ακριβώς ταινία έφερε υπογραφή από Δανία θα την προσκυνούσε η συντριπτική πλειονότητα της Κριτικής.  
Βαθμοί=7

Π. ΤΙΜΟΓΙΑΝΝΑΚΗΣ: ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ


Ο Δημήτρης Αθανίτης είναι σκηνοθέτης γερμανικής επιρροής. Η έτσι τουλάχιστον μας έχει κάνει  να πιστεύουμε. Οι επιρροές είναι δικαίωμα και συναντούνται στους περισσότερους καλλιτέχνες, ακόμα και τους πιο μεγάλους. Υποτίθεται πως τον έχει επηρεάσει το γερμανικό σινεμά κι αυτή τη «γερμανική»  διάθεση την έχει φέρει και στο θέατρο όπου θυμάμαι καλά μια παράσταση του πάνω στα «Πικρά δάκρια της Πέτρα Φον Καντ» όπου είχε προβάλλει έκτυπα το νοσηρό ερωτικό στοιχείο του έργου.
Αναρωτιέμαι λοιπόν αν πράγματι είναι γερμανικής επιρροής ο σκηνοθέτης ή μήπως ο ερωτισμός του , έτσι όπως του εκδηλώνεται καλλιτεχνικά, ταιριάζει με το πώς εκφράζουν τον ερωτισμό κάποιοι Γερμανοί καλλιτέχνες. Διότι , στη δική μου αντίληψη, ο Αθανίτης καταγράφεται περισσότερο ως ερωτικός σκηνοθέτης κι αυτό που μπορεί κι αποδίδει είναι τη βία του έρωτα, την ένταση των συναισθημάτων, το πάθος το ακόρεστο που στα μάτια κάποιων χαρακτηρίζεται νοσηρό. Λες και το πάθος, από τη στιγμή που είναι πάθος , μπορεί να θερμομετρηθεί!
Οι «Τρεις μέρες ευτυχίας» είναι μια τέτοιου πάθους ταινία και τέτοιων ερωτικών καταστάσεων όπου η κάθε ηρωίδα το βιώνει με ένα ακραίο τρόπο είτε ως συναίσθημα είτε ως κατάσταση είτε ως ερωτική πράξη. Σε αυτό που θέλησε να κάνει, τις εξετάσεις τις πέρασε. Τη μεγαλύτερη καλλιτεχνική συμβολή την πέτυχε με τη φωτογραφία (κατ επέκταση και με τη σκηνογραφία εφόσον θα μιλήσουμε για χρώματα) για τα οποία υιοθέτησε το ψυχρό μπλε που καταφέρνει να παγώνει την ατμόσφαιρα. Τα δε πρόσωπα που διάλεξε είναι πλήρως συντονισμένα με τη συνολική του αντίληψη.

Ελευθερος Τυπος 5/4/12




SOUL # 63:Τρεις Μέρες Ευτυχίας

Η Ιρίνα που ονειρεύεται να φύγει στον Καναδά, μακριά από μια οικογένεια που την εκδίδει. Η Βέρα, η οποία παίρνει το πτυχίο της και δοκιμάζει μια καινούργια ζωή, τη στιγμή που αλλεπάληλα κρυμμένα μυστικά του παρελθόντος την καταδιώκουν. Η Αννα που παντρεύται έναν έρωτα επιδιώκοντας να ξεφορτωθεί τον παλιό εαυτό της. Δρόμοι που διασταυρώνονται, ζωές που τέμνονται, η δεσπόζουσα θέση ενός απρόσωπου, αφιλόξενου αστικού τοπίου λουσμένου σε ψυχρό μπλε, δοσμένου με λιτές σεκάνς και υποδειγματική φωτογραφία.

Εχει ειπωθεί πως η Αθήνα είναι για τον Δημήτρη Αθανίτη ότι ήταν το Βερολίνο για τον Βέντερς, ο μητροπολιτικός καμβάς ενός στιλίστα, πάνω στον οποίο οι απειροελάχιστες αλλαγές αποτυπώνονται με στοργή και συνέπεια. Από το "Αντίο Βερολίνο" του 1994 και τα "Καμιά Συμπάθεια για τον Διάβολο", "Ονειρο Καλοκαιρινής Νύχτας", "2000+1 Στιγμές", "Πόλη των Θαυμάτων"  ως το πρόσφατο "Τρεις Μέρες Ευτυχίας", ο σκηνοθέτης φτιάχνει ένα σινεμά πολυεπίπεδο, εικονοκλαστικό, αφοπλιστικό, προπάντων συγκινητικό. Τον αποκωδικοποιήσαμε εναργέστερα μέσω του video installation "Πόλη Κρυμμένη 6+1 ταινίες για την Αθήνα", που φιλοξενήθηκε τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο στο νεοκλασσικό της πλατείας Κοτζιά, πλέον υποδεχόμαστε τις "Τρεις Μέρες Ευτυχίας" στις κινηματογραφικές αίθουσες. Πρωταγωνιστούν οι Αλεξάνδρα Αιδίνη, Νικολίτσα Ντρίζη, Ερρίκος Λϊτσης, Κώστας Ξυκομηνός, σε σενάριο και παραγωγή του σκηνοθέτη.

 

ΣΤΑ ΣΩΘΙΚΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ, Χρυσούλα Παπαιωάννου, ΣΙΝΕΜΑ

από την Χρυσούλα Παπαιωάννου, ΣΙΝΕΜΑ 224, Ανοιξη 2012

Ιστορίες της διπλανής πόρτας, σε εικόνες βουτηγμένες στο μπλε. Με μελωδία είτε τον θόρυβο της πόλης που τρέχει ερήμην μας είτε την αμήχανη απουσία ήχου που επιβάλλει η σιωπή των σχέσεων και των συναισθημάτων, εξελίσσονται οι τρεις ιστορίες της ταινίας "Τρεις Μέρες Ευτυχίας", του Δημήτρη Αθανίτη. Στην αρχή παράλληλα, μέχρι τη στιγμή που θα διασταυρωθούν. ΗΒέρα χάνει τον κόσμο όταν η μητέρα της πεθαίνει ξαφνικά. Η Αννα αναζητά την ολοκλήρωση σ΄ένα γάμο. ΗΙρίνα θέλει να αποδράσει από τον εφιάλτη της και να μεταφέρει το όνειρο της σε άλλο τόπο, στον Καναδά. Οι τρεις αυτές γυναίκες ίσως στην πραγματικότητα να είναι το ίδιο πρόσωπο. Ισως και να συμβολίζουν τις όψεις της ίδιας πόλης. Γιατί στις ταινίες του Δημήτρη Αθανίτη, η πόλη είναι ζωντανή, δεν είναι απλά ένα όμορφο κάδρο, αλλά ένας ιστός που υφαίνεται γύρω από τους ήρωες για να τους αγκαλιάσει όσο και να τους απομακρύνει. Ζητήσαμε από τον σκηνοθέτη να μοιραστεί μαζί μας τις σκέψεις του, αφού του δώσαμε για πυξίδα μερικές λέξεις-κλειδιά.


 
ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΤΑΙΝΙΑ
«Από άντρα, είναι μία αντίφαση. Αλλά ο κόσμος δημιουργείται από αντιφάσεις. Επομένως, ναι είναι γυναικεία ταινία, αλλά όχι με την κλασική έννοια.  Οι γυναίκες δεν είναι ούτε καλές ούτε κακές. Είναι θύματα, είναι και θύτες. Με ιντριγκάρουν πιο πολύ από τους άντρες. Ζούνε πιο έντονα τις καταστάσεις. Νομίζω ότι είναι πιο δύσκολο να είσαι γυναίκα σήμερα. Γιατί είναι πολύ περισσότερες οι απαιτήσεις της κοινωνίας. Οι τρεις ηρωίδες μαζί είναι ένα πιο ολοκληρωμένο πορτρέτο της γυναικείας ψυχολογίας. Στην ουσία είναι μία γυναίκα».

ΕΥΤΥΧΙΑ
 «Ίσως οι γυναίκες την φοβούνται περισσότερο από τους άντρες. Η μοναξιά τρομάζει τους ανθρώπους και τους οδηγεί συχνά στον συμβιβασμό. Ελάχιστοι τολμούν να μην ανήκουν: σε παρέα, οικογένεια, κόμμα. Αυτό όμως, που μου αρέσει στις ηρωίδες της ταινίας είναι ότι δεν θυσιάζουν το όνειρο τους μπροστά στην μοναξιά, δεν συμβιβάζονται για να ανήκουν κάπου. Τολμούν να είναι και μόνες τους, να εναντιωθούν και να επαναστατήσουν, ουσιαστικά, χωρίς σημαίες. Βάζουν προτεραιότητα την ευτυχία, το όνειρο. Αυτό μπορεί να είναι τα πάντα, αλλά ίσως και απλά πράγματα. Σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζεται με άπειρο χρήμα. Δεν είναι αλήθεια ότι σήμερα είμαστε σε κρίση επειδή μειώνεται το χρήμα. Στην πραγματικότητα ζούμε κρίση αξιών.  Ευτυχία για μένα είναι να ξέρεις τι θέλεις και να το έχεις όσο περισσότερο γίνεται. Οι ηρωίδες μου παλεύουν για αυτό που θεωρούν ότι είναι η δική τους ευτυχία».

Η ΑΘΗΝΑ,  Η ΠΟΛΗ
« Αυτά που με ενδιαφέρουν στο σινεμά είναι τα πρόσωπα, το σώμα και η πόλη. Η πόλη είναι μια γεωγραφία των προσώπων. Έχει πάνω της τα αποτυπώματα της ζωής, που υπάρχει και που υπήρξε πριν από αυτή. Είναι εξίσου μυστηριώδης, όσο τα πρόσωπα, αντιφατική και πολύπλοκη. Και τελικά έχει μια εσωτερικότητα. Δεν είναι μόνο αυτό που φαίνεται εκ πρώτης όψεως.  Πρέπει όμως, να την πλησιάσεις για να το νοιώσεις. Έχω γεννηθεί κοντά στην Ομόνοια και έχω μείνει στις γειτονιές του Κέντρου. Δεν έχω βγει από τον δακτύλιο. Σε όλο τον κόσμο έχει διαφορά το Κέντρο της πόλης από τα προάστια. Συμπυκνώνει τις καταστάσεις.  Τα προάστια είναι υπνουπόλεις. Εκεί οι άνθρωποι αποσύρονται. Αν η Αθήνα ήταν γυναίκα, θα ήταν πολύ κοντά στις ηρωίδες μου. Μια γυναίκα που αντιστέκεται στην ασχήμια και στον τρόπο ζωής που της επιβάλλουν. Μια γυναίκα που αρνείται να κατπιεί τα ψέματα που την μπουκώνουν. Μια γυναίκα δυνατή, αντιφατική, με μια παράξενη γοητεία και ακαθόριστη ηλικία».


ΜΠΛΕ
 «Εκφράζει την γεωγραφία των συναισθημάτων των προσώπων της ταινίας. Το μπλέ είναι το χρώμα του ουρανού. Υπάρχει και μια μυθολογία γύρω από αυτό. Στα αγγλικά, το Blue, δηλώνει μια κατάσταση μελαγχολική. Βέβαια, η ταινία δεν έχει κάτι μελαγχολικό,  αλλά ίσως κάτι κλινικό, απόκοσμο. Έχει ρεαλισμό, αλλά ταυτόχρονα μέσα από την χρωματική υφή του μπλέ, έχει ίσως και κάτι εφιαλτικό.  Τις ιστορίες τις είχα σημειώσει πριν κάνω την «Πόλη των θαυμάτων» και τις δούλεψα αργότερα. Πού συναντιέμαι με αυτές τις γυναίκες; Θα μπορούσα σε ένα βαθμό  να φανταστώ τον εαυτό μου στη θέση τους σε σχέση με το πώς βρίσκονται σε μια κατάσταση και πώς αντιδρούν».

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
 «Είναι στην καρδιά της κρίσης που ζούμε, αλλά δε θέλουμε να το παραδεχθούμε. Η ελληνική οικογένεια λειτουργεί αντικοινωνικά, με υπερπροστατευτισμό  και ταυτόχρονα αντιλαμβάνεται ότι το όριο της, τελειώνει εκεί όπου τελειώνει και το ενδιαφέρον της. Αυτή η αντίληψη έχει περάσει σαν ιδεολογία στην Ελλάδα.  Στην ταινία οι ηρωίδες μου εξεγείρονται ενάντια στην οικογένεια γιατί δεν δέχονται το ρόλο που τους δίνουν. Για αυτό θα έλεγα ότι νοιώθω κοντά στις ηρωίδες».

ΠΟΡΕΙΑ
"Είναι μια πορεία που γίνεται βήμα-βήμα, ψάχνοντας διαφορετικά πράγματα σε κάθε ταινία και μερικές φορές με διαφορετικό τρόπο. Νοιώθω ότι δημιουργώ έναν κόσμο που έχει κάποιες ιδιαιτερότητες, αλλά έχω την αίσθηση ότι είμαι ακόμα στην αρχή του να κάνω αυτό που θέλω. Πριν από λίγο καιρό παρουσίασα την εγκατάσταση, «Αθήνα, πόλη κρυμμένη», μια σύνθεση με υλικό από όλες τις ταινίες μου («Αντίο Βερολίνο», «Καμιά συμπάθεια για τον διάβολο», κτλ). Ήταν εντυπωσιακό το πόσο ενιαίο φαινόταν το αποτέλεσμα. Ο κόσμος που δεν ήξερε τις ταινίες μου νόμιζε ότι είναι μια καινούργια ενιαία δουλειά. Νομίζω ότι έχω αλλάξει όμως, μέσα στα χρόνια. Το σινεμά είναι σαν μια τεράστια θάλασσα, και παρόλο που την λατρεύω και μου αρέσει να κολυμπάω, είναι ατελείωτη. Βέβαια, δεν έχουν αλλάξει τα βασικά πράγματα που με γοητεύουν, κι αυτό είναι το ίδιο το σινεμά. Το οποίο, πάνω απ’ όλα, είναι μυστήριο και καθρέφτης, που θέλω να βάζω και μπροστά στον εαυτό μου, όχι μόνο στους ήρωες. Είναι και ένα μαχαίρι με το οποίο κόβεις γύρω σου, μπαίνεις πιο βαθιά και βλέπεις τι συμβαίνει. Θέλω να κάνω πολλές ταινίες και κυρίως θέλω να κάνω σινεμά». 

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΙΝΕΜΑ
«Θα μ άρεσε να γίνει όσο πιο σινεμά μπορεί. Το σινεμά για μένα είναι, πάνω απ’ όλα, μαγεία. Και αυτό δεν σημαίνει ότι απομακρύνομαι σαν σκηνοθέτης από την πραγματικότητα. Το αντίθετο, μπαίνω πιο βαθιά μέσα της. Αυτά τα δύο λοιπόν, το να είσαι μέσα στην πραγματικότητα, αλλά να τη ζεις με μία μαγεία, είναι για μένα η ευτυχία. Οταν δεν κάνω σινεμά, ζω σαν να κάνω, γιατί υπάρχει παντού, μέσα κι έξω από την οθόνη. Εξακολουθώ να κάνω βόλτες στην Αθήνα, να ανακαλύπτω περίεργες γωνιές, να ταξιδεύω, να συναντάω κόσμο, να ξυπνάω κάθε πρωί με ένα διαφορετικό τραγούδι που ποτέ δεν καταλαβαίνω πως μου ήρθε». 

«Τρεις Μέρες Ευτυχίας» στην Αθήνα, Β. Ζιώγα, ΒΗΜΑΝΤΟΝΑ

Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Αθανίτης βουτάει τα πλάνα του στο μπλε

Οι «Τρεις Μέρες Ευτυχίας», σε σκηνοθεσία και σενάριο Δημήτρη Αθανίτη, είναι μία από τις πιο αναμενόμενες φετινές ελληνικές ταινίες. Με φόντο την Αθήνα, μια πόλη που βρίσκεται σε κρίση ταυτότητας, τρεις γυναίκες κυνηγούν την ευτυχία.
Η Ιρίνα φεύγει στον Καναδά για να γλιτώσει από μια «οικογένεια» που την εκδίδει, η Άννα πιστεύει πως ένας γάμος θα ξορκίσει τους δαίμονες, ενώ η Βέρα έρχεται αντιμέτωπη με κρυμμένες αλήθειες της δικής της οικογένειας. Με κάθε κινηματογραφικό κάδρο να είναι βουτηγμένο σε μία απειλητική μπλε ατμόσφαιρα, η ταινία αντανακλά την Ελλάδα της κρίσης. 

Τρεις Μέρες Ευτυχίας
Τρεις Μέρες Ευτυχίας
Τρεις Μέρες ΕυτυχίαςΟ Δημήτρης Αθανίτης γράφει τι σημαίνει για αυτόν το μπλε χρώμα.
«Μπλε είναι το χρώμα της ψυχής. Μπλε είναι το χρώμα της περιπλάνησης.  Μπλε είναι η αίσθηση όταν βουτάς σε μια βαθιά θάλασσα. Ή σε δυο μπλε μάτια. Εχεις την ίδια γεύση του άπειρου. Το μπλε είναι το πιο ψυχρό χρώμα. Γι’ αυτό είναι τόσο δυνατές, τόσο βαθιές, οι συγκινήσεις που μεταφέρει. Σαν εσωτερικές βραδυφλεγείς βόμβες που μένουν αναμμένες, αθέατες. Το μπλε είναι το πιο βουβό χρώμα. Και γι’ αυτό, το πιο εύγλωττο. Το μπλε ρίχνει το πιο μυστήριο φως στο πρόσωπο απέναντι μου, το απογυμνώνει και ταυτόχρονα το παίρνει πιο μακριά. Παράξενο χρώμα το μπλε. Οταν τα σκεπάζει όλα. Σε κάθε ταινία μου, νιώθω την ανάγκη να βάλω τις ηρωίδες μου, τους ήρωες μου, να κοιτάξουν τον μπλε ουρανό επίμονα. Και κάθε φορά νιώθω την ίδια ανεξήγητη γοητεία και το ίδιο μυστήριο. Αν θα ‘πρεπε να περιγράψω με μια μόνο λέξη αυτό το συναίσθημα, θα έλεγα ανάταση»

 

 
ΤΑΙΝΙΑ: Τρεις Ημέρες Ευτυχίας

ELLE, Τρεις Μέρες Ευτυχίας

Σε μια πόλη που βρίσκεται σε παρακμή, τρεις νέες γυναίκες αναζητούν διέξοδο. Η Ιρίνα ετοιμάζεται να φύγει στον Καναδά για να γλιτώσει από το περιβάλλον της που την εκδίδει. Η Άννα παντρεύεται για να ξορκίσει το φάντασμα της διαλυμένης της οικογένειας, ενώ η Βέρα, στο ξεκίνημα της καινούριας της ζωής, έρχεται αντιμέτωπη με την κρυφή πραγματικότητα των δικών της ανθρώπων. Μέσα σε τρεις μέρες οι πορείες τους διασταυρώνονται απροσδόκητα και τις οδηγούν σε μια βίαιη ενηλικίωση. Άραγε, μέχρι πού μπορούν να φτάσουν για την ευτυχία;
Μετά την Αθήνα του Millenium στις 2000+1 Στιγμές, την Αθήνα των Ολυμπιακών Αγώνων στην Πόλη των Θαυμάτων, ο Δημήτρης Αθανίτης σκηνοθετεί μια σκληρή ταινία στην Αθήνα της κρίσης. Το φιλμ παρακολουθεί με ωμό και ταυτόχρονα ψυχρό τρόπο τις προσπάθειες τριών γυναικών να βγουν από τα στενά όρια του περιβάλλοντός τους. Πρόκειται για ένα έργο ασυνήθιστης ομορφιάς, παράτολμο και σιωπηλό, που κραυγάζει την απόγνωση και τη μελαγχολία μιας κοινωνίας που ξαφνικά -ακόμη και αν μέσα της βαθιά το περίμενε- χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της. Και όπως πέφτει και γκρεμοτσακίζεται, ο Δημήτρης Αθανίτης τη βάζει να καταμετρά τα λάθη, τις ασχήμιες, τις ευθύνες της. Και όλα αυτά βουτηγμένα στην απειλητική, μπλε ατμόσφαιρα μιας απόκοσμης Αθήνας.

 

Δημήτρης Αθανίτης: Με κάθε τρόπο, σινεμά





Γράφει: Γιάννης Δεληολάνης στις






Ένας από τους συνεπείς, εργατικούς μα ασυνήθιστους και πρωτότυπους σκηνοθέτες της χώρας, ο Δημήτρης Αθανίτης, μιλά στο cinetime για τη νέα του ταινία Τρεις Μέρες Ευτυχίας… και πολλά ακόμη.
Συνέντευξη στον Γιάννη Δεληολάνη

 - Τι εικόνα έχεις για το έργο σου σαν σύνολο και για την πορεία του; θα το περίγραφες ή θα το "χαρακτήριζες" με κάποιον τρόπο;
Παρουσίασα στην αρχή του χρόνου μια εγκατάσταση-προβολή με θέμα την Αθήνα και υλικό από όλες τις ταινίες μου, με τίτλο Πόλη Κρυμμένη.  Δουλεύοντας τη σύνθεση, συνειδητοποίησα πόσο ενιαία ήταν η εικόνα που έδιναν θραύσματα από τόσο διαφορετικές ταινίες. Οι αντιδράσεις του κοινού ήταν ανάλογες. Εκ πρώτης, η απόσταση ανάμεσα στο Αντίο Βερολίνο και τις 2000+1 Στιγμές μοιάζει τεράστια. Οπως και αυτή ανάμεσα στο Καμιά Συμπάθεια για τον Διάβολο και τις Τρεις Μέρες Ευτυχίας. Γυρίζω τις ταινίες μου ξεκινώντας από βιώματα κι όχι αφηρημένες ιδέες. Προχωρώ από ταινία σε ταινία με το ένστικτο κι όχι τον προγραμματισμό. Δυο χρόνια πριν κάνω τις Στιγμές, δεν φανταζόμουν ότι θα γύριζα μια ταινία με τέτοιο θέμα. Ομως τελικά υπάρχει ένα νήμα που διαπερνάει όλες τις ταινίες. Αλλά είναι ένα νήμα υπόγειο. Η πόλη, τα πρόσωπα, το σώμα είναι κάποιες σταθερές που επανέρχονται.

- Ποιες ιδέες σε έφεραν στις Τρεις Μέρες Ευτυχίας; σε τι διαφέρει από τις προηγούμενες δουλειές σου;
Το σενάριο της τελευταίας ταινίας ξεκίνησε πολύ νωρίς. Ξεκίνησε από την ανάγκη μου να βάλω τις γυναίκες σε πρώτο πλάνο κι αυτή είναι η ιδιαιτερότητά της, μια κι είναι η πρώτη μου “γυναικεία” ταινία. Η θέση της γυναίκας σήμερα μου φαίνεται εξαιρετικά πολύπλοκη και φοβερά δύσκολη. Ταυτόχρονα αυτό τους δίνει μια ιδιαίτερη γοητεία στα μάτια μου.

-Eίσαι ικανοποιημένος από την χρήση του μπλε φίλτρου; γιατί το επέλεξες; χωρίς να "σκοτώνει" τα άλλα χρώματα, έδινε μια τελείως ξεχωριστή αίσθηση στην ταινία.
Η επιλογή του μπλε είναι ουσιαστική κι όχι απλά αισθητική. Αφορά το συναίσθημα που ήθελα να περάσω σε πρόσωπα και χώρους. Την ίδια στιγμή δίνει μια ονειρική διάσταση που με αφορά. Ενας Καναδός κριτικός μίλησε για τη βαμπιρική αίσθηση της ταινίας. Την ίδια αίσθηση είχα κι εγώ την πρώτη φορά που την είδα.

- ....όπως και η μουσική, που δεν "εισέβαλλε", ήταν διακριτική, αλλά χαρακτηρηστική και πολύ αποτελεσματική.
Ξεκίνησα να κάνω την ταινία σχεδόν βουβή. Στην πορεία όμως αισθάνθηκα την ανάγκη για μια μουσική που θα αντικαθιστουσε τον λόγο.

-Tο έργο έδινε την αίσθηση του καλά σχεδιασμένου. πόσο καιρό σου πήρε ο σχεδιασμός του και πόσο η πραγματοποίησή του; πόσο "στρατιωτικά" δούλεψες με τους ηθοποιούς; υπήρχαν πολλές πρόβες ή το παραμικρό περιθώριο για αυτοσχεδιασμό; το σενάριο ούτως ή άλλως ήταν λιτό, και οι χαρακτήρες έπαιζαν πολύ με το βλέμμα...
Είναι πράγματι η πιο σχεδιασμένη ταινία μου κι έχω επενδύσει ατέλειωτες ώρες και μέρες για να την ολοκληρώσω. Οταν έχεις ένα τόσο μικρό μπάτζετ, είσαι υποχρεωμένος να επενδύσεις χρόνο.
Είναι περίπου έξι χρόνια που ξεκίνησε σαν σενάριο κι όλο αυτό το διάστημα βασικά δούλευα τη ταινία. Ενδιάμεσα γύρισα και μια μικρού μήκους, το Μαντόνα Καλεί Φασμπίντερ.
Με τους ηθοποιούς έκανα αρκετές πρόβες, ήξερα καλά τι ήθελα αλλά δεν ήταν πάντα εύκολο. Κι αυτό γιατί οι χαρακτήρες που δημιουργώ δεν έχουν το λεξιλόγιο και τη συμπεριφορά του ανθρώπου της διπλανής πόρτας.
Το βλέμμα είναι για μένα το πιο ισχυρό εκφραστικό μέσο. Το βλέμμα είναι το ίδιο το σινεμά.

-Tι είναι το σεξ στην ταινία;
Το σεξ στις Τρεις Μέρες Ευτυχίας μοιάζει να είναι τα πάντα. Ερωτας, χρήμα, εξουσία, περιφρόνηση, προδοσία.

-Oι τελευταίες σου ταινίες δείχνουν μια εμμονή στην Αθήνα - μοιάζουν όμως με ιδιότυπο χρονογράφημα της ελληνικής κοινωνίας στον 21ο αιώνα....
Οι τρεις τελευταίες ταινίες μου καλύπτουν πράγματι, τρία χρονικά σημεία κλειδιά της δεκαετίας. Το μιλένιουμ, η Ολυμπιάδα, η κρίση. Αν και στις τρεις ταινίες, τα πρόσωπα είναι σε πρώτο πλάνο, ταυτόχρονα σκιαγραφείται μια πόλη, μια κοινωνία, αυτό που υπάρχει κάτω από την επιφάνεια.
Από αυτή την άποψη, οι ταινίες αυτές είναι πολιτικές, όχι με την τρέχουσα αλλά με μια ουσιαστικότερη έννοια. Ομως αυτή h διάσταση υπάρχει και σε παλιότερες ταινίες μου. Το Καμιά Συμπάθεια για τον Διάβολο περιγράφει μια μελλοντική Αθήνα και, 15 χρόνια μετά, δείχνει σημερινό. Η πρώτη μου μικρού μήκους, η Φιλοσοφία (1993) έχει το εξής σενάριο: Οι πόλεμοι στα Βαλκάνια επεκτείνονται (τότε είχε ξεκινήσει στο Σεράγεβο), η ελληνική οικονομία καταρρέει, ο Πρόεδρος κυρήσσει πτώχευση. Μόνη εναπομείνουσα δραστηριότητα: Φιλοσοφία. Τότε κέρδισε Βραβείο Φανταστικού, σήμερα είναι πραγματικότητα!

-Λογαριάζεις κάποιους ανθρώπους από τον ευρύτερο τρόπο της τέχνης σαν επιρροές σου;
Κατά καιρούς με γοήτευσαν πολλοί, όμως πάντα προχώραγα σε νέες ανακαλύψεις. Οι σουρεαλιστές είναι ίσως η μόνη μου αναφορά σαν αισθητική αλλά και σαν ηθική. Επανευφηύραν την ελευθερία, άνοιξαν όλα τα παράθυρα, υπονόμευσαν δημιουργικά τα κλισέ που μας εξουσιάζουν. Και κυρίως τα κλισέ που ονομάζουμε σκέψη.

 -Από σκηνοθέτες;
Ανακάλυψα το σινεμά βλέποντας ταινίες. Μπήκα στο ταξίδι μέσα από τα μάτια άλλων. Υπήρξα φανατικός μαθητής αλλά και εξαιρετικά ασεβής. Ο Μπουνιουέλ με γοητεύει πάντα , όπως και αρκετοί άλλοι. Θυμάμαι ακόμη τις πρώτες ταινίες του Τορνέ και την βουβή δύναμη τους. Θα’ θελα να ξαναγυρίσω από τη δικιά μου σκοπιά κάποιες ταινίες που αγάπησα.

-Παραμένεις καλλιτεχνικά ανήσυχος. βλέπεις μέλλον στις μικρού μήκους, όπου παραμένεις ενεργός, όταν δεν μπορούν να φτάσουν ουσιαστικά στο κοινό;

Δεν βλέπω γιατί να μην έχουν μέλλον οι μικρού μήκους ταινίες. Πάντα θα υπάρχουν ιδέες που  θέλουν λίγο χρόνο να αναπτυχθούν.

-Τι θα ακολουθήσει για σένα;
Εχω πολλά σχέδια και θέλω να γίνω πιο παραγωγικός. Βέβαια, ως γνωστόν δεν υπάρχουν λεφτα.
Ωστόσο, για κάποιο ανεξήγητο λόγο, είμαι πολύ πιο αισιόδοξος από κάθε άλλη φορά!




Cine ΡΗΞΗ: ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ

Κωνσταντίνος Μπλάθρας

Πήρα τον ηλεκτρικό για την τελευταία βραδυνή προβολή της καινούργιας ταινίας του Δημήτρη Αθανίτη, Τρεις Μέρες Ευτυχίας. Καθ΄οδόν κόσμος κουρασμένος, σε μια πόλη που, το ανακάτεμα της, το βράδυ ησυχάζει λίγο. Μελαγχολικός κόσμος.
 
Το αστικό τοπίο της Αθήνας, ιδιαίτερα κατά τα απόμερα των μεγάλων λεωφόρων, στις ερημικές διαβάσεις πάνω απ΄τις γραμμές του ηλεκτρικού, στα συννεφιασμένα-που είχαμε κάμποσα φέτος- και τα νυχτερινά, κατά πρόσωπο στις γιγαντοαφίσες των δρόμων στέκεται σαν όψη της ψυχής των ανθρώπων που την κατοικούν. Ενα τοπίο που αναζητά -και έχει- τους ποιητές του, στη μεγάλη οθόνη έχει τον βάρδο του, τον Αθανίτη. Σπουδαγμένος αρχιτέκτονας, ο σκηνοθέτης γίνεται ποιητής εικόνων της πόλης, μέσα από το κυριότερο στοιχείο της, τον κάτοικο της. Με οδηγό την ανθρώπινη τοπογραφία, από το Αντίο Βερολίνο (1994), την πρώτη του ταινία, ταξιδεύει σε μια πόκρυφη Αθήνα, εσωτερικό τοπίο και εξωτερική διάθεση όσων τη διατρέχουν. Πως να ορίσει κανείς κάτι που δεν είναι χειροπιαστό, κάτι τόσο αόριστο όπως η ευτυχία; -Εξ αντιθέτου! Βουτώντας αισθήματα και πρόσωπα σε ένα παγωμένο μπλε, περιγράφοντας το αδιέξοδο, την κατάθλιψη, την μελαγχολία που, σαν πέπλο της νύχτας, επικάθεται στην πόλη.

Είναι μια ακόμη ελληνική ταινία τον καιρό της κρίσης; Οχι. Γιατί αυτή η κρίση των ηρώων του Αθανίτη είναι άλλης υφής και δεν έχει να κάνει μόνο με το αλισβερίσι της οικονομίας, αλλά με την ίδια τη ζωή. Τρεις γυναίκες λοιπόν, η Ιρίνα, μια ρωσίδα πόρνη, που αναζητά την έξοδο από το σκοτεινό τούνελ προς έναν-ονειρικό-Καναδά, η Αννα, μελλόνυμφη, που έρχεται αντιμέτωπη με το άγνωστο της αγάπης, στη σκιά των χωρισμένων της γονιών, και η Βέρα, τελειόφητη στο πτυχίο, αντιμέτωπη με το προσωπείο της ευτυχίας που καταρρέει με την αυτοκτονία της μάνας της. Τρεις γυναίκες λοιπόν, γιατί ανέκαθεν οι γυναίκες άκουγαν καθαρότερα τις προσεισμικές δονήσεις μια κοινωνίας που γκρεμίζεται. Τρεις δαφορετικές τάξεις, επίσης. Ο απόκοσμος της μετανάστευσης και της μαφίας , ο καλός ο κόσμος των αστών και οι υπόλοιποι, οι της μεσαίας, επί το ελληνικότερον μικρομεσαίας, τάξης.

Οχι, για να μην παρεξηγηθώ, ο Αθανίτης δεν κοινωνιολογεί. Κατοικεί με την κάμερα του τόσο κοντά στα πρόσωπα, που δεν μπορεί παρά να οντολογεί, όπως βέβαια, κάθε ποιητής. Αλλά, για να ανοιχτεί στους άνθρώπους ερευνά και ανοίγεται  στα βάθη της πόλης, για να ανασύρει τα τρία πρόσωπα των ηρωίδων-γυναικών του και όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα που τις περιβάλλουν: ο νταβατζής-φίλος, η μάνα μ΄ένα αποστασιοποιημένο πατέρα, ο γαμπρός, κλπ. Γύρω τους ένα πλέγμα από σχέσεις, απόμακρες και τις πιο πολλές φορές βίαιες, σαν συνεπιβάτες όλοι ενός τρένου, που στρέφει ο καθένας το βλέμμα του αλλού, μέχρι να πέσουν ο ένας πάνω στον άλλο σε αναπάντεχο φρενάρισμα. Κι η κάμερα να επιμένει στη γεωγραφία των προσώπων, μέσα σε ένα μπλε, που τα κάνει να μοιάζουν με υδρόγειο η με πρόσωπα στο λυπημένο φως της γεμάτης σελήνης. Κάποτε κι ολόκληρα τα κορμιά γίνονται πορτρέτα φλεγόμενων μελών.

Ο Γιάννης Φώτου στη φωτογραφίαέχει καταγράψει αυτό το φως που οραματίστηκε ο σκηοθέτης, με καθαρότητα, με την ευγένεια ζωγραφικού πίνακα.
Ο Δημήτρης Αθανίτης, που υπογράφει επίσης το σενάριο, δίνει την ιστορία του ελλειπτικά, χωρίς περριτές λεπτομέρειες που θα αποσπούσαν απ΄αυτή την εγγύτητα. Η έλλειψη δεν εμποδίζει στην κατανόηση, αν και ποτέ δεν μπορούμε να καταλάβουμε ακριβώς, ούτε να πλησιάσουμε πολύ. Οπως στη ζωή. Κι ο σκηνοθέτης κρύβει τους λυγμούς. Μόνον η Ιρίνα, η πόρνη, ανοιχτή στο δημόσιο βλέμμα, θα γυμνωθεί και θα κλάψει. Χωρίς ελπίδα άραγε; Μια κραυγή, ένας σπαραγμός, μια αγκαλιά κι ένα κρυμμένο βλέμμα πίσω από μαύρα γυαλιά συνθέτουν το φινάλε. Συνηχούν την απορία του ίδιου του δημιουργού: Η φεύγουσα ευτυχία πως να δεσμευτεί;

Από τόσο κοντά ο ηθοποιός πρέπει να επιστρατεύσει ακόμη και τους πιο άφαντους μιμικούς μύες του προσώπου για να ανταπεξέλθει. Η Κατερίνα Φωτιάδη είναι η Βέρα, η Αλεξάνδρα Αιδίνη η Αννα, και η Νικολίτσα Ντρίζη είναι η Ιρίνα, καλά καθοδηγημένες και εύστοχες στη δύσκολη ερμηνεία τους. Ο Ερρίκος Λίτσης, ο Δημήτρης Αγαρτζίδης, η Λουκία Πιστιόλα, ο Κρις Ραντάνοβ και ο Κώστας Ξυκομηνός από δίπλα υποστηρίζουν τις πρωταγωνίστριες με χαμηλούς τόνους. Η ενδιαφέρουσα μουσική των DNA, καθοδηγημένη κι αυτή στις καίριες στιγμές της δράσης, δίνει την απαραίτητη αναπνοή.

Οι Τρεις Μέρες Ευτυχίας είναι μια ώριμη στιγμή του Δημήτρη Αθανίτη, ο οποίος επιμένει σε ένα προσωπικό κινηματογράφο, χωρίς να περισπάται στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα, που τόσα και τόσα κορμιά του ελληνκού κινηματογράφου έχει φάει. Μόνο που ο επιμένων, σε μια χώρα από καιρό παραδομένη σε μια παραίσθηση ευτυχίας, δεν νικά πάντα. Μα και τη νίκη σαν είναι πλαστή, τι να την κάνεις;


CINE-ΙΣΤΟΡΙΕΣ: ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ
 Stigalera.worldpress.com/Σπύρος Σμυρνής
 
Τρίτη απόγευμα και ανηφορίζω στο Παγκράτι ώστε να δω την τελευταία ταινία του Δημήτρη Αθανίτη, Τρεις μέρες Ευτυχίας.. Στην αρχή της Φορμίωνος κάνω δεξιά στην Υμηττού και αρχίζω να ψάχνω το Σινεμά Παλάς.  Μετά από λίγο στον αριθμό 109 το βρίσκω. Παλιός κινηματογράφος το Παλλάς με πάντοτε επιλεγμένες ταινίες στις προβολές του. Η πρώτη θετική εντύπωση θα προκύψει από το εισιτήριο των 10 ευρώ με το οποίο μπορείς να παρακολουθήσεις 3 ταινίες όποτε θελήσεις. Ειδικά τέτοιους δύσκολους οικονομικά καιρούς παρόμοιες κινήσεις επιβάλλονται. Η δεύτερη και μεγαλύτερη θετική εντύπωση προέκυψε από την ταινία του Αθανίτη.
Ο Έλληνας σκηνοθέτης πάντα αντισυμβατικός και μακριά από τα κακώς εννοούμενα κινηματογραφικά κυκλώματα έχει δώσει ορισμένες πολύ ενδιαφέρουσες ταινίες, από τις οποίες ξεχωρίζω το Αντίο Βερολίνο και Καμιά Συμπάθεια για το Διάβολο. Στην έκτη του ταινία, Τρεις μέρες ευτυχίας κινηματογραφεί την ιστορία τριών γυναικών που οι ζωές τους συναντούνται μέσα σε τρεις μέρες. Αναζητούν όπως οι περισσότεροι την ευτυχία. Θα την ψάξουν στο μελαγχολικό μπλε τοπίο της Αθήνας του Αθανίτη. Συνεπής στο ραντεβού του με την πόλη της Αθήνας ο σκηνοθέτης εστιάζει στην αποσύνθεση που έχει επιφέρει σε αυτή η κρίση.

Οι ηρωίδες του, η εκδιδόμενη Ιρίνα που θέλει να φύγει για τον Καναδά, η Άννα που ετοιμάζεται να παντρευτεί και η Βέρα που μαθαίνει για την αυτοκτονία της μητέρας της είναι τα πρόσωπα της σημερινής Αθήνας. Βιώνουν τεράστιες αλλαγές, πονάνε, κλαίνε. Η οικογένεια είναι παρούσα/απούσα στη ζωή τους και δεν μπορούν να πιαστούν από αυτή. Μόνες τους πρέπει να σταθούν στα πόδια τους, να παλέψουν για να βρουν την ευτυχία. Το κόστος όπως πάντα μεγάλο.

Απόκοσμη ατμόσφαιρα, σκληρές εικόνες, βραδυφλεγείς σιωπές, σπαρακτικά βλέμματα. Η ταινία τελείωσε. Περπάτησα για λίγο μέχρι τη στάση του λεωφορείου και ρομαντικά σκεπτόμενος ήθελα να βρω στο δρόμο την Ιρίνα, την Άννα, τη Βέρα. Αυτό με συγκινούσε στο σινεμά του Αθανίτη. Η γήινη υπόσταση των χαρακτήρων. Αληθινοί, νομίζεις πως θα τους συναντήσεις κάπου στην Αθήνα του σήμερα που πασχίζει να κρατηθεί στη ζωή.
Σπ. Σμυρνής


ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ
tospirto.net Τατιάννα Καποδίστρια
 
Μια ταινία κομψή, αισθητικά συνεπέστατη, γεμάτη νύξεις και χαμηλότονη υπαρξιακή αγωνία αποτελεί ο επίλογος της «αθηναϊκής» τριλογίας του Δημήτρη Αθανίτη, ο οποίος φιλμογραφεί και πάλι ψυχές εγκλωβισμένες σε μια πόλη δίχως ψυχή –και προοπτική.
ΜΕ ΑΡΙΣΤΑ ΤΟ 10: 6
Ο επίλογος της «αθηναϊκής» τριλογίας του Δημήτρη Αθανίτη προεκτείνει τους κλειστοφοβικούς και στιλιστικά παγερούς προβληματισμούς που έθεσαν οι «2000+1 στιγμές» (2000) και η «Πόλη των θαυμάτων» (2005), φιλμογραφώντας και πάλι ψυχές εγκλωβισμένες σε μια πόλη δίχως ψυχή –και προοπτική. Με πλάνα ηθελημένης αποστασιοποίησης και υπνωτιστικής ακινησίας, διαποτισμένα από ένα αρραγές και απόκοσμο μπλε χρώμα, με τεράστια γκρο-πλαν και φετιχιστική απεικόνιση των αντικειμένων-συμβόλων, το φιλμ αφηγείται την ιστορία τριών νέων γυναικών που κουτσοζούν αλλά συνεχίζουν να ελπίζουν στο αφιλόξενο κλεινόν άστυ. Η Ιρίνα παραμένει ερωτευμένη με τον Μίσα, που την εκδίδει, αλλά και προσηλωμένη στο απωθημένο όνειρό της για μετοίκιση στον Καναδά –και για μια νέα ζωή. Η Άννα, δουλεύει σε βιβλιοπωλείο, είναι επίσης ερωτευμένη με τον φίλο της, και παρά τους ασίγαστους φόβους της για μια πιθανή απιστία εκ μέρους του, επιδιώκει αταλάντευτα τον γάμο –τη μόνη διέξοδο από την οικογενειακή μέγγενη. Και, τέλος, η Βέρα, μια φοιτήτρια λογοτεχνίας, που έρχεται ενώπιος ενωπίω με κρυμμένα οικογενειακά μυστικά, τα οποία δυναμιτίζουν τις (όποιες) βεβαιότητες και επενεργούν ως καταλύτης...
Μια ταινία κομψή, αισθητικά συνεπέστατη, γεμάτη νύξεις και χαμηλότονη υπαρξιακή αγωνία –κοντολογίς, μια ταινία που προφανώς δεν απευθύνεται σε ένα αμύητο κοινό.  
Τατιάνα Καποδίστρια




 Η Αθήνα των γυναικών στις διαβαθμίσεις της απόγνωσης
ΑΥΓΗ, Κώστας Τερζής

Μετά την Αθήνα του Μιλένιουμ στις «2000+1 Στιγμές», την Αθήνα των Ολυμπιακών Αγώνων στην «Πόλη των Θαυμάτων», ο Δημήτρης Αθανίτης σκηνοθετεί μια «μοντέρνα» ταινία στην Αθήνα της κρίσης. Ολόκληρη η ταινία είναι βουτηγμένη σε μια απειλητική μπλε ατμόσφαιρα, που «βουλιάζει» τους χαρακτήρες σε μια καταθλιπτική περιδίνηση -για να συναντήσουν άλλωστε μια ολόκληρη κοινωνία. Εικόνες-θραύσματα αστικού τοπίου και εσωτερικού ψυχισμού, φιλμικά «μοτίβα» βγαλμένα από ταινίες του Αντονιόνι και του πρώιμου Βέντερς. Τρεις νέες γυναίκες στη σημερινή Αθήνα ψάχνουν διέξοδο στην «κλειστή» ζωή τους... Η Ιρίνα ετοιμάζεται να φύγει στον Καναδά για να ξεφύγει από την «οικογένειά» της που την εκδίδει. Η Άννα παντρεύεται για να διώξει το φάντασμα της διαλυμένης της οικογένειας, ενώ η Βέρα, στο ξεκίνημα της καινούργιας της ζωής, έρχεται αντιμέτωπη με την κρυμμένη πραγματικότητα τής δικής της οικογένειας. Μέσα σε τρεις μέρες οι πορείες τους διασταυρώνονται και οδηγούνται σε μια βίαιη ενηλικίωση...
 http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=680196


Βασιλική Κάππα: Tρεις Μέρες Ευτυχίας του Δημήτρη Αθανίτη

ΚΟΥΙΝΤΑ ΑRT eMagazine

Η ταινία τρεις ημέρες ευτυχίας, με πλάνα κοντινά, πρόσωπα λουσμένα στο μπλε, όψεις της Αθηναϊκής πόλης, επιλεγμένες ώστε να αναδείξουν ένα αστικό τοπίο που δεν θα  το δει ο μη παρατηρητικός, χαρακτηρίζεται από ιδιότυπη εικαστικότητα. Τα πρόσωπα περιμένουν την ευτυχία, ωστόσο βρίσκονται λίγο πριν από την ανατροπή της προσδοκίας τους και τη διάψευση του ονείρου τους.Τρεις νέες γυναίκες διασταυρώνονται.  
Η Ιρίνα, θύμα του τράφικινγκ, γίνεται άθελα της και θύτης αφού με επίκεντρο τη δική της δραστηριότητα πλέκεται το δίχτυ που σταδιακά κυκλώνει τη ζωή των άλλων δύο. Πρόκειται για τις πελατειακές σχέσεις που έχουν αναπτύξει με την πρώτη τα πρόσωπα του στενού περιβάλλοντος των άλλων δύο ηρωίδων, ο πατέρας της Βέρας και ο μελλοντικός σύζυγος της Άννας. Οι σχέσεις αυτές οδηγούν τη μητέρα της Βέρας στην αυτοκτονία και την ψυχική ηρεμία της Άννας σε κλονισμό, ενώ η Ιρίνα με τη σειρά της δεν καταφέρνει τελικά να πραγματοποιήσει το όνειρο της να διαφύγει στον Καναδά για να γλιτώσει.athanitis1.jpg

Το μπλε χρώμα που διαποτίζει ολόκληρη την ταινία μοιάζει να τις τοποθετεί πίσω από ένα ψυχρό γυαλί για να μας επιτρέψει να τις παρατηρήσουμε χωρίς να ταυτιστούμε. Πρόκειται για μια ανατομία των στιγμών έντασης. Οι χαρακτήρες δεν έχουν παρελθόν και μέλλον, δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα γι’ αυτούς, τους βλέπουμε σχεδόν πάντα σε στιγμές έντασης ή κορύφωσης. Η εσωτερική διαδρομή που έχουν ακολουθήσει προκειμένου να φτάσουν στην κορύφωση είναι κλειστή για τον θεατή, δεν τον κάνει μέτοχο. Αυτό που ενδιαφέρει είναι αυτή καθ’ αυτή η παράθεση των στιγμών που φέρουν τη μεγαλύτερη δυνατή συναισθηματική πυκνότητα, όχι για το θεατή, αλλά για τους χαρακτήρες. Είναι σαν μια σειρά από στιγμιότυπα εσωτερικά κόκκινα, αλλά εξωτερικά ταριχευμένα μέσα στα μπλε φίλτρα της ταινίας. Είναι φανερό πως η ταινία δεν καταφεύγει στην παραδοσιακή λύση της πρόκλησης συγκινησιακής φόρτισης στο θεατή της, αλλά απογυμνώνει τον εαυτό της προτείνοντας ταυτόχρονα δύο αναγνώσεις διαμετρικά αντίθετες μεταξύ τους.

athanitis2.jpgΟι ηρωίδες είναι στην κυριολεξία κορίτσια της διπλανής πόρτας, ούτε καν η Ιρίνα δεν διαθέτει την γοητεία που θα την καθιστούσε φύσει κατάλληλη για το επάγγελμα που ασκεί και άρα ένοχη, αντίθετα είναι και εκείνη προσεκτικά επιλεγμένη ώστε να είναι ισότιμη και αισθητικά συγγενής με τις άλλες δύο. Αδύναμη, θύμα, αθώα και παγιδευμένη σε ρόλους και γρανάζια πάνω στα οποία δεν έχει καμία κυριότητα. Το ότι η Ιρίνα παίζει το ρόλο της πόρνης είναι προϊόν της μοίρας της όχι της θέλησης ή του πληθωρικού ερωτισμού της και ασφαλώς θα μπορούσε στη θέση της να βρίσκεται οποιαδήποτε από τις άλλες δύο ηρωίδες, ή, ίσως, οποιαδήποτε γυναίκα. Ποτέ ούτε για μια στιγμή δεν την αντικρίζουμε ενισχυμένη από την αίγλη μιας έστω λάγνας αμφίεσης. Με σταθερή συνέπεια ο φακός την εκθέτει στα μάτια μας απογυμνωμένη από κάθε στολίδι που θα την έκανε πιο ωραία, με νεότητα κουρασμένη και γύμνια που δεν προκαλεί.
Η ταινία είναι σπονδυλωτή και αρθρωμένη πάνω σε τρεις παράλληλες ιστορίες. Ωστόσο γρήγορα ανακαλύπτουμε ότι οι ηρωίδες συνδέονται μεταξύ τους ή χαρακτηρίζονται από μια βαθύτερη ομοιότητα έτσι ώστε να εκφράζουν τις τρεις εκδοχές του ίδιου πράγματος και εύκολα να μπορούν να αλλάξουν θέσεις μέσα στο σύστημα που τις νοηματοδοτεί δίχως να διαταραχτούν οι ισορροπίες. Ο ρόλος τους στη ζωή καθορίζεται εξολοκλήρου από τη χρήση που έχει ορίσει γι’ αυτές η συγκυρία της πραγματικότητας. Πάνω τους εφαρμόζεται από την κοινωνία η πιο συντηρητική και παραδοσιακή ερμηνεία πάνω στο γυναικείο φύλλο. Έχουμε μπροστά μας την κόρη, την πόρνη και τη νύφη και τις τρεις κατάφωρα βιασμένες από την αντρική παρουσία και τις τρεις δυστυχισμένες εξαιτίας αυτού του βιασμού. athanitis4.jpg

Η μία πόρνη, παρά τη θέληση της, βρίσκεται στο υπόγειο της γυναικείας διαδρομής, ή άλλη, αθώα ακόμη, κόρη μιας γυναίκας απατημένης από έναν πατέρα που ερωτεύεται πόρνες, η τρίτη μελλόνυμφη και σύντομα απατημένη κι αυτή από τον σύντροφο της που σπεύδει να δοκιμάσει την απόλαυση του πληρωμένου έρωτα με την πρώτη ευκαιρία. Είναι μια σύνθεση από ρόλους που θίγει έννοιες και με κριτικό μάτι τεμαχίζει τους παραδοσιακούς γυναικείους ρόλους και τους εντοπίζει στη σύγχρονη πραγματικότητα. Ο έρωτας κάτι παραπάνω από υποκριτικός σ’ έναν κόσμο που κακοποιεί, εμμονικά ποθεί, διαστρεβλώνει, φοβάται, υβρίζει και εκμεταλλεύεται τη γυναικεία οντότητα. Ενώ η έννοια της οικογένειας ισοδύναμη με αυτό που ονομάζουν οικογένεια οι νταβατζήδες που εκδίδουν την Ιρήνα.

athanitis5.jpgΗ αυτοκτονία της μητέρας της Βέρας – ένα αιφνίδιο χτύπημα στην κοιλιά της με το μαχαίρι της κουζίνας την ώρα που με την πλάτη στραμμένη στο θεατή σερβίρει το σύζυγο της για τον οποίο έμαθε ότι την απατά με την Ιρίνα – μοιάζει αδικαιολόγητη όταν προσπαθήσει κανείς να την εξηγήσει, στα πλαίσια της συμμετοχικής κοινής λογικής. «Ποια γυναίκα στην Ελλάδα θα οδηγιόταν στην αυτοκτονία επειδή ανακάλυψε ότι ο σύζυγος της την απατά με μια Ιρίνα;», ειδικά δε όταν η ταινία δεν έχει κάνει τον κόπο να μας παρασύρει στη συγκίνηση, διότι ο σκοπός της δεν είναι αυτός και διότι οι ήρωες της είναι πρωτίστως ένα παζλ εννοιών και συμβολισμών; Μέσα σε αυτό το παζλ είναι φυσικό η μητέρα της Βέρας να αυτοκτονεί γιατί μαζί της αυτοκτονεί και διαλύεται όλο το συντηρητικό οικοδόμημα που έχει ως ακρογωνιαίο λίθο την οικογένεια και ως αντίποδα το πεζοδρόμιο, μαζί της δηλαδή αυτοκτονεί όλο το οικοδόμημα του μεταχριστιανικού έρωτα, για να αρχίσει να αποκαλύπτεται ότι δεν υπάρχει έρωτας μέσα σ’ αυτό, υπάρχει μόνο ψέμα βία διαστροφή και ενοχή.

Ο νεαρός σύντροφος της Άννας, με το αθώο βλέμμα και τη μοντέρνα αισθητική και οι καθωσπρέπει φίλοι του που του πηγαίνουν ως δώρο για το μπάτσελορ πάρτι του την Ιρίνα, μας εκπλήσσουν με την παρεκτροπή τους όταν σε λίγο απειλούν την Ιρίνα με χυδαίο τρόπο και ζωώδεις διαθέσεις. Είναι φανερό πως δεν υπάρχουν «καλά παιδιά», η βία είναι καθολική και συντηρείται κρυφά ή φανερά από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Η οικογένεια παντού και πάντα κρύβει ένοχες ρωγμές και εγκληματικά ψέματα. Ο πατέρας της Βέρας ερωτευμένος με την πόρνη είναι έτοιμος να εγκαταλείψει την οικογένεια του γι’ αυτήν όπως ομολογεί στο βιντεοσκοπημένο από τον ντετέκτιβ υλικό που αποκαλύπτει τις προθέσεις του στη μητέρα της Βέρας και αργότερα στην ίδια τη Βέρα. Ο πατέρας της Άννας, μια ενοχική αμφιλεγόμενη φιγούρα, την κυνηγά ζητώντας της να τον συγχωρέσει για σφάλματα του παρελθόντος που η ταινία δεν μας αποκαλύπτει ποτέ. Η οικογένεια της Ιρίνας την εκδίδει. athanitis6.jpg

Υπάρχει έντονο το στοιχείο της σιωπής. Ίσως μια καταβύθιση στο σιωπηλό και βιασμένο κόσμο των γυναικών όπου πρέπει κανείς να αφουγκραστεί προσεκτικά για να καταλάβει τι τους συμβαίνει. Οι εσωτερικές διαδρομές των ηρωίδων είναι σιωπηλές. Η εικαστική ματιά σύγχρονη και γεμάτη αρχιτεκτονικό πλούτο. Ο αγαπημένος της Ιρίνας  Μίσα, η μόνη ανθρώπινη νότα στο ζοφερό τοπίο των συμβολισμών δολοφονείται στο τέλος για παραδειγματισμό.

athanitis7.jpgΜια ταινία που η ευαισθησία της αποκαλύπτεται με πολλαπλές αναγνώσεις όπως τα νοήματα ενός ποιήματος, που η δομή της δεν «φωνάζει» κι όμως στηρίζει, που οι ηθοποιοί της δεν εκβιάζουν το θαυμασμό κι όμως υποδύονται με αφοσίωση.
 
Μια σεμνή ταινία που oολοκληρώθηκε σε έδαφος όπου δεν διατίθεται νερό για να ποτίσει το δέντρο του κινηματογράφου, ωστόσο κατόρθωσε, όπως και άλλες αξιέπαινες προσπάθειες, να ολοκληρωθεί δίχως να υποχωρήσει ως προς τις καλλιτεχνικές της προθέσεις σαν να είχε όλο το νερό του κόσμου στη διάθεση της. athanitis8.jpg
Η ταινία συνδιαλέγεται καλά με τον θεατή που δεν βαριέται να λύσει τα αινίγματα μιας σκόπιμα ελλειπτικής αφήγησης, η οποία δεν χρησιμοποιεί γέφυρες, περιγραφές και επεξηγήσεις. Η ταινία αναπτύσσεται με τον τρόπο που το κάνει ένα ποιητικό κείμενο που αποκαλύπτεται όσο το διαβάζεις,


Δεν πρόκειται για ταινία που καθηλώνει με ταχύτητα και εντυπωσιασμούς γι’ αυτό θα ανταμείψει το θεατή που θα της δώσει το χρόνο που αναλογεί σε μια ταινία που τη σκεφτόμαστε και μετά.

http://koyinta.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=3503&Itemid=29