Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011

Ο Δ. Αθανίτης και η Ν. Ντρίζη στο elculture.gr


Ο Δ. Αθανίτης και η Ν. Ντρίζη στο elculture.gr
  • 28.09.2011
  • "Μέσα από τις ταινίες αγγίζεις κάποια πράγματα με πιο βαθιές ρίζες κι όχι απαραίτητα του σήμερα"
  • Κείμενο: Άννα Ρούτση, elculture.gr
Επικοινώνησα με τον σκηνοθέτη Δημήτρη Αθανίτη και την ηθοποιό Νικολίτσα Ντρίζη με αφορμή την πρεμιέρα της ταινίας «Τρεις Μέρες Ευτυχίας» στις Νύχτες Πρεμιέρας. Διαβάζοντας το μπλογκ της ταινίας είδα πως ό,τι αφορά τον κινηματογράφο στην Ελλάδα μοιάζει να έχει ήδη ειπωθεί. Μήπως όμως ξεχάσαμε τον άνθρωπο στην Ελλάδα; Θα τον βρούμε κι αυτόν σε μια χαλαρή κουβέντα για την ελληνική οικογένεια, την κινηματογραφική διαίσθηση και τα…σενάρια επιβίωσης.

ελc: Στην ταινία κυριαρχεί η οικογένεια, μια οικογένεια – δεσμώτης.Δ.Α.: Ναι, η οικογένεια είναι το θέμα της ταινίας, σε μια κοινωνική βέβαια διάσταση. Η οικογένεια  όπως έχει λειτουργήσει είναι βασικός παράγοντας διαμόρφωσης  της ελληνικής κοινωνίας. Κάπου όμως χάνεται η συλλογικότητα και το κοινωνικό όραμα. Υπάρχει η αίσθηση ότι είμαστε μια σειρά από οικογένειες, νησίδες μικροσυμφερόντων και απλά συνυπάρχουμε. Αυτό το βλέπεις παντού - και στην πολιτική, όπου δυο- τρεις οικογένειες κυβερνούν για τόσα χρόνια. Για μένα εκεί είναι η ουσία, το απόλυτα επίκαιρο και η καρδιά του προβλήματος που ζούμε σήμερα. Αν δεν υπάρχει η αίσθηση του κοινωνικού ιστού, δεν μπορεί κανείς να προχωρήσει, να επικοινωνήσει.
Ν.Ν.: Είναι δεσμά που πρέπει να σπάσεις. Δεν είναι εύκολο, πρέπει να περάσεις μεγάλη διαδικασία αμφισβήτησης προκειμένου να εξελιχθείς σαν άνθρωπος. Να τραβήξεις το δρόμο σου μόνος σου. Για μένα η ρήξη είναι ευχής έργο. Βέβαια κατάλοιπα πάντα υπάρχουν. Μεγαλώνοντας εγώ ας πούμε συνειδητοποιώ πως μοιάζω πάρα πολύ στη μαμά μου, σε πράγματα που δεν θέλω. Εκεί χρειάζεται άλλη δουλειά ο καθένας με τον εαυτό του: Τι τα κάνεις αυτά που μένουν, πώς μπορείς να πορευτείς με ή χωρίς αυτά.

ελc: Κι όμως, διαβάζω ότι με τις δυσκολίες τώρα ο Έλληνας στρέφεται περισσότερο προς την οικογένεια, είτε για οικονομία είτε για παρηγοριά.Ν.Ν.: Είναι οξύμωρο να λέμε ότι τώρα στρέφεται, γιατί ο Έλληνας πάντα το είχε το δέσιμο αυτό, ποτέ δεν είχε ξεφύγει απ’ την οικογένεια. Ίσως ακούγεται λίγο καχύποπτο, αλλά νομίζω ότι είναι μόνο για οικονομικούς λόγους ανάγκης, επιβίωσης.
Δ.Α.: Έχω την αίσθηση ότι πάμε προς τα πίσω, κι εκεί η οικογένεια έχει παίξει ΤΟΝ καθοριστικό ρόλο. Επαναπαύεσαι σε ένα εύκολο μαξιλάρι. Και τελικά αυτό που σου περνάνε είναι ένα κακέκτυπο του ίδιου του εαυτού τους

ελc: Η ταινία σου δείχνει την παρακμή μιας κοινωνίας, συνέπεσε ουσιαστικά με την τωρινή μας κατάσταση. Δ.Α.: Την ετοιμάζω καιρό τώρα, οπότε ως ένα σημείο είναι χρονική σύμπτωση, αλλά στο χώρο της τέχνης λειτουργεί κανείς διαισθητικά. Ενδεικτικά το ‘93 έκανα την πρώτη ταινία μικρού μήκους «Φιλοσοφία»: Οι πόλεμοι στα βαλκάνια επεκτείνονται, η οικονομία καταρρέει, ο πρόεδρος κηρύσσει πτώχευση και βγαίνει σε ένα διάγγελμα και λέει η μόνη δραστηριότητα που μας απέμεινε είναι η φιλοσοφία. Τότε είχε πάρει βραβείο φανταστικού σινεμά στη Δράμα. Σήμερα είναι πραγματικό. Μέσα από τις ταινίες αγγίζεις κάποια πράγματα με πιο βαθιές ρίζες κι όχι απαραίτητα του σήμερα. Την απλή καταγραφή της πραγματικότητας θα την κάνει κάποιος άλλος, όχι η τέχνη που μετουσιώνει, πάει σε άλλο επίπεδο

ελc: Ενοχές, φόβο με την κρίση έχετε;Ν.Ν.: Φόβο για τη μελλοντική κατάσταση σίγουρα. Όχι τόσο όσο θέλουν - η τρομοκρατία των ΜΜΕ είναι φοβερή, και μόνο τίτλους να διαβάζεις θες να αυτοκτονήσεις! Η αλλαγή θα είναι επίπονη και θα μας κοστίσει πολύ. Ενοχή δεν έχω, θεωρώ όμως ότι η ευθύνη της γενιάς μου είναι ότι για χρόνια μέναμε αδιάφοροι και αυτό ήταν τρόπος ζωής. Τώρα επιβάλλεται να ενημερωνόμαστε και να ασχολούμαστε με το τι γίνεται γύρω μας.
Δ.Α.: Δεν μπορεί να ανακαλύπτεις ξαφνικά μια κρίση στα καλά καθούμενα. Απλώς δεν ήθελες να τη δεις εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Γύριζες αλλού το βλέμμα Εγώ γενικά είμαι βαθιά αισιόδοξος, καμιά φορά μπορεί να είναι κι επικίνδυνο αυτό. Έχω βάλει σαν πρώτη αξία τον χρόνο και συνειδητοποιώ ότι ζω απίστευτα πλουσιοπάροχα  και άνετα, γιατί έχω τον χρόνο μου και τον ζω όπως θέλω. Αλλά θέλω να πιστεύω ότι είναι μια ευκαιρία για ν’ αλλάξουν τα πάντα, τουλάχιστον να κριθούν από την αρχή. Φοβάμαι ότι το πρόβλημά μας είναι πολύ παλιό, γιατί και η αίσθηση που έχουμε για την ιστορία μας, μετά την αρχαιότητα, είναι ίσως πλαστά φτιαγμένη για να μας χαϊδέψει. Σαν λαός είμαστε βαθύτατα κομπλεξικοί και αλλοτριωμένοι, ντρεπόμαστε να χρησιμοποιήσουμε ακόμα και τη γλώσσα μας.

ελc: Η Νικολίτσα στην ταινία υποδύεται την Ιρίνα που κατά κάποιο τρόπο συνδέει τις ιστορίες μεταξύ τους. Πώς έγινε η επιλογή;Δ.Α.: Είναι ωραίο το πώς έγινε. Είναι από αυτές τις μαγικές συμπτώσεις, μια υπόγεια αίσθηση που σε φέρνει σε επαφή με κάποιον και νιώθεις ότι όλα πάνε καλά. Την είχα δει σε μια ταινία λίγο underground που ελάχιστοι την είχαν προσέξει. Ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό σαν εικόνα, σαν ρόλος, αλλά μου είχε κάνει εντύπωση. Αν δεν την έβρισκα στο casting θα την αναζητούσα και μόνος μου. Η Νικολίτσα έχει κάτι πολύ κινηματογραφικό, μια πολύ έντονη αίσθηση και αυτό βέβαια είναι το βλέμμα της.
Ν.: Ναι, αυτό έχει πλάκα. Γιατί κι εγώ όταν είδα το casting είπα ότι αυτό έχει ενδιαφέρον, μην το χάσω με τίποτε. Έφυγα σκαστή από τη δουλειά για να μην το χάσω. Γινόταν της τρελής, είχε άπειρο κόσμο, θα έπρεπε να περιμένω κάνα δυο ώρες και είπα «παιδιά σας παρακαλώ, δέκα λεπτά γιατί έχω δουλειά», άφησα το βιογραφικό και έφυγα.

ελc: Τι σε γοήτευσε στο ρόλο της Ιρίνα;Ν.Ν.: Ότι γεννήθηκε σε εντελώς αντίξοες συνθήκες, κανένα ενδεχόμενο αισιοδοξίας για τη ζωή της, δε σταματά όμως ούτε λεπτό ν’ αγωνίζεται. Έχει κρατήσει ένα κομμάτι της φωτεινό σε σχέση με το πώς ζει - και ονειρεύεται ακόμα! Το έχει κρατήσει ατόφιο αυτό, δεν το έχει μολύνει, δεν παραιτείται ποτέ.
Δ.Α.: Οι γυναίκες στην ταινία δεν παραιτούνται ούτε από τα στοιχειώδη, ούτε από το όνειρο. Έτσι και στην πραγματικότητα.  Επιμένουν να αγωνίζονται από μια χειρότερη και πολύ δύσκολη θέση. Οι άντρες συμβιβάζονται πιο γρήγορα, ενώ τα πράγματα δεν είναι τόσο αυστηρά γι’ αυτούς. Ο ρόλος, η ζωή, οι επιλογές της γυναίκας σήμερα είναι απείρως πιο δύσκολα. Γι΄ αυτό διάλεξα ηρωίδες-γυναίκες. Δεν υπάρχει κάτι πια που η κοινωνία δεν θωρεί προαπαιτούμενο, που να τους το χαρίζει: Να είναι ωραίες, έξυπνες, ικανές, να βγάζουν λεφτά, να στέκουν μόνες τους... Στην ταινία η συμπεριφορά των αντρών  πληγώνει τις γυναίκες. Μια κοπέλα πχ  πρόκειται να παντρευτεί και ο γαμπρός κάνει σεξ με μια ρωσίδα που του φέρνουν στο bachelor party. Λες έλα μωρέ, δεν είναι λόγος να το διαλύσει. Αν το έκανε όμως η γυναίκα τι θα γινόταν; Θα ήταν έτσι απλά; Σχεδόν είναι αποδεκτά αυτά!

ελc: Η ταινία έχει έντονες σκηνές σεξ κι είχα πάντα την απορία πώς νιώθει ο ηθοποιός αλλά και οι δικοί του άνθρωποι με αυτές;Ν.Ν.: Από τη στιγμή που γυρίζεις κάτι, δεν υπάρχουν δύσκολα και εύκολα. Επιφανειακά μπορείς να πεις ότι μια τέτοια σκηνή είναι πιο δύσκολη από το να κάτσεις σε ένα τραπέζι με έναν απλό διάλογο. Αλλά το αντιμετωπίζεις χωρίς πολλές σκέψεις, αλλιώς δεν πρόκειται ποτέ να είσαι χαλαρός! Τυχαίνει και με τους συναδέλφους μου να έχω πολύ καλή σχέση, είχαμε κάνει πρόβες, είχαμε μιλήσει πολύ με τον Δημήτρη, κι έτσι αισθανόμουν άνετα. Οι σκηνές που φοβόμουν ήταν άλλες. Τώρα για το πώς νιώθουν οι άλλοι, δεν ξέρω. Πάντως η μαμά μου δεν το έχει δει ακόμα, της έχω μόνο πει 2-3 πράγματα…
Δ.Α.: Ναι, είναι όντως περίεργο. Έχει συμβεί και σε μένα, αλλά κυρίως με ηθοποιό που αλλάζει τελείως συμπεριφορά γιατί έχει δεχθεί μια πίεση, ζήλεια από τρίτο πρόσωπο. Πάντως οι θεωρητικά πιο απλές σκηνές είναι πιο δύσκολες - δεν κάνεις κάτι, αλλά κοιτάζεσαι με τον άλλον. Το κλειδί είναι το ιδίωμα του κινηματογραφικού ηθοποιού, ο ψυχισμός που βλέπω στο βλέμμα του και η Νικολίτσα όπως είπαμε το έχει αυτό σαν αίσθηση, όπως και τα άλλα δύο κορίτσια. Αυτό είναι κάτι δυσεύρετο. Οι σπουδές στις δραματικές σχολές δεν περιλαμβάνουν την κινηματογραφική παιδεία. Θα έπρεπε όμως. Είναι μεγάλη η δύναμη του σινεμά, βάζει έναν μεγεθυντικό φακό πάνω στον ηθοποιό και εκείνος έχει τεράστια δύναμη πάνω στο κοινό, γράφει άμα τη εμφανίσει του, χωρίς να μιλήσει καν.

ελc: Υπάρχει αυτοβιογραφικό στοιχείο στα έργα σου; Μου έρχεται στο νου το «Αντίο Βερολίνο», με τον σκηνοθέτη που έρχεται στην Ελλάδα και μπλέκει!
Δ.Α.:
Ήταν ένα αυτοσαρκαστικό σχόλιο για κάποιον που έχει όνειρα, σχέδια, θέλει να κάνει σινεμά. Στη δε αίθουσα που έδειχνε, το Alcazar που δεν υπάρχει πλέον, πήγαινα από μικρός - εκεί είχα δει τον «Κομφορμίστα», την ταινία που με έκανε ν’ ασχοληθώ με το σινεμά. Ξεκινούσα κι εγώ από το μηδέν, ήμουν outsider, αλεξιπτωτιστής. Και, ξέρεις, δεν είναι εύκολο ούτε προφανές να μπεις στο χώρο του σινεμά, δε σε περιμένουν με ανοικτές αγκάλες. Είναι δύσκολο, αλλά τελικά νομίζω ότι αυτό το μοντέλο που πλάσαρα, του ανεξάρτητου κινηματογραφιστή, θα γίνει σχεδόν ανάγκη για τους περισσότερους.

http://www.elculture.gr/Articles/ElcMAG/athanitis-3-meres-eftihias/fullstory.php?id=44075

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

Στο ΒΗΜΑ FM

Απόψε, ο Δημήτρης Αθανίτης μιλά για Τρεις Μέρες Ευτυχίας, στην εκπομπή του Γιάννη Ζουμπουλάκη, 'Τα νέα του κινηματογράφου', 6.00-7.00 μμ.
Εντυπωσεις από την πρεμιέρα μιας σκληρής ταινίας, με τον Γιάννη Ζουμπουλάκη και τον Ακη Καπράνο.

www.vimafm995.gr
Βήμα 99,5 FM | Ραδιοφωνικός σταθμός

e-go.gr / Cinemag / ΓΚΟΟΥ ΛΟΚΑΛ

 http://www.e-go.gr/cinemag/summary1.asp?catid=17445&subid=2&pubid=128780580

Το ελληνικό σινεμά πάει Νύχτες Πρεμιέρας Conn-x - επεισόδιο 1

Online 12:02 15/9
Text Size Μεγαλύτερα Γράμματα Μικρότερα Γράμματα mail to Εκτυπώστε το Αρθρο
Το ελληνικό σινεμά πάει Νύχτες Πρεμιέρας Conn-x - επεισόδιο 1
Οι Νύχτες Πρεμιέρας Conn-x στηρίζουν το ελληνικό σινεμά και επιλέγουν 12 νέες ταινίες για το φετινό πρόγραμμά τους. Διαβάστε εδώ κάθε μέρα ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την κάθε ταινία και τους συντελεστές της, συνοδευόμενες από τις φωτογραφίες της Ιωάννας Χατζηανδρέου, ενώ για περισσότερες φωτογραφίες της, αναζητήστε το περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ που κυκλοφορεί και το ειδικό εκτενές αφιέρωμα που περιέχει για τις ελληνικές ταινίες του φεστιβάλ.

Σήμερα: "Τρεις Μέρες Ευτυχίας" του Δημήτρη Αθανίτη
Σε μία πόλη σε αποσύνθεση, τρεις νέες γυναίκες ψάχνουν διέξοδο. Η Ιρίνα ετοιμάζεται να φύγει στον Καναδά για να ξεφύγει από την οικογένειά της που την εκδίδει. Η Άννα παντρεύεται για να διώξει το φάντασμα της διαλυμένης της οικογένειας. Η Βέρα, στο ξεκίνημα της καινούργιας της ζωής, έρχεται αντιμέτωπη με την κρυφή πραγματικότητα της οικογένειάς της. Μέσα σε τρεις μέρες οι πορείες τους διασταυρώνονται αναπάντεχα και τις οδηγούν σε μία βίαιη ενηλικίωση.
- Το προηγούμενο φιλμ του Δημήτρη Αθανίτη, «Η Πόλη των Θαυμάτων» (2005), εκτυλισσόταν κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004, συλλαμβάνοντας κάτι από την αισιοδοξία της εποχής εκείνης.

 
- Ο σκηνοθέτης συνέλαβε ωστόσο και την ιδέα για το σενάριο του «Τρεις Μέρες Ευτυχίας» την ίδια περίπου περίοδο, «προφητεύοντας» κατά κάποιον τρόπο αυτό που έμελλε να έρθει, την παρακμή μετά την πανηγυρική ευφορία της διοργάνωσης.

- Τα δύο πρώτα φιλμ του Αθανίτη, το καλτ «Αντίο Βερολίνο» (1994) και το βραβευμένο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης «Καμιά Συμπάθεια για τον Διάβολο» (1997), όπως και κάποια από τα μικρού μήκους του σκηνοθέτη είναι ασπρόμαυρα, κάτι που του χάρισε στον κύκλο τον τεχνικών το παρατσούκλι «ο άνθρωπος που κατάργησε το χρώμα».
- Ο Αθανίτης έχει επίσης διασκευάσει και σκηνοθετήσει για το θέατρο την ταινία του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, «Τα Πικρά Δάκρυα της Πέτρα φον Καντ».
- Πριν ασχοληθεί με το σινεμά, ο Δημήτρης Αθανίτης σπούδασε αρχιτεκτονική, κάτι που προδίδεται στις ταινίες του από τα εικαστικά φροντισμένα πλάνα.
- Σε μία αλλόκοτη αντιστροφή ρόλων, ο Δημήτρης Αθανίτης συνεντευξίασε το 2008 τον ιδρυτή του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ και των Νυχτών Πρεμιέρας, Γιώργο Τζιώτζιο, για το τεύχος 18 του περιοδικού του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, Μοτέρ.
- Η μία από τις τρεις πρωταγωνίστριες της ταινίας, η Αλεξάνδρα Αϊδίνη, που υποδύεται την Άννα, είναι κόρη του διάσημου ζωγράφου Διαμαντή Αϊδίνη και της Ιταλίδας αρθρογράφου της Ελευθεροτυπίας, Ελιζαμπέτα Καζαλότι, και αποτελεί ανακάλυψη του Θόδωρου Αγγελόπουλου – ο πρώτος της ρόλος ήταν η Ελένη στο «Λιβάδι Που Δακρύζει» (2004).
Θανάσης Πατσαβός

Το ελληνικό σινεμά καλά κρατεί!


http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=420708
Το ελληνικό σινεμά καλά κρατεί!
Σκηνή από την ταινία «Τρεις μέρες ευτυχίας» του Δημήτρη Αθανίτη
......
Εντύπωση όμως προκάλεσε και η πικρή ταινία «Τρεις μέρες ευτυχίας» του Δημήτρη Αθανίτη που παρά τον ειρωνικό (προφανώς) τίτλο της παρακολουθεί τα δυσάρεστα δρώμενα στη ζωή τριών ελληνίδων που αιωρούνται στην αβεβαιότητα της σύγχρονης Ελλάδας.
......

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

Στιγμές Ευτυχίας... στα Πετράλωνα


http://issuu.com/metropolisnews/docs/metropolis_230911


Η Νικολίτσα Ντρίζη μιλά για τα δύσκολα γυρίσματα, για την Αθήνα και για τις δικές της Μέρες Ευτυχίας.

Metropolis, Αλέξανδρος Χαντζής
Στην καινούργια ταινία του Δημήτρη Αθανίτη «Τρεις Μέρες Ευτυχίας», η Ιρίνα ετοιμάζεται να φύγει για τον Καναδά. Εκτός μεγάλης οθόνης, η Νικολίτσα Ντρίζη που την υποδύεται μας μιλάει για τις δικές της μέρες ευτυχίας στην Αθήνα.

Κάθε συνάντηση στα Πετράλωνα είναι και μια στιγμή ευτυχίας. Αν αυτό συνδυάζεται με πρωινό καφέ στην πλατεία Μερκούρη, με ήλιο και συζήτηση για σινεμά, τότε η ευτυχία μπορεί να κρατήσει μέχρι και τρεις ολόκληρες μέρες. Με την ηθοποιό Νικολίτσα Ντρίζη συναντηθήκαμε υπό αυτές τις υπέροχες συνθήκες και μιλήσαμε, μεταξύ άλλων, για την καινούργια ταινία του Δημήτρη Αθανίτη «Τρεις Μέρες Ευτυχίας», στην οποία πρωταγωνιστεί μαζί με την Κατερίνα Φωτιάδη και την Αλεξάνδρα Αϊδίνη.
Στην ταινία, που παρακολουθήσαμε σε πρώτη προβολή στο 17ο Φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας Conn-x, η Νικολίτσα Ντρίζη υποδύεται την Ιρίνα, μια νεαρή κοπέλα που θέλει να φύγει για τον Καναδά μακριά από τους ανθρώπους που την εκδίδουν. Από την ταινία και τα δύσκολα γυρίσματα της (πολλές σκηνές βίας) ξεκίνησε και η κουβέντα μας. «Αυτό που αισθάνθηκα ότι έγινε με αυτήν την ταινία –μέσα από τις πολλές πρόβες και συζητήσεις με τον Δημήτρη Αθανίτη- είναι ότι έφτασε μια στιγμή που ξέραμε και οι δυο ότι διαβάζαμε το ίδιο σενάριο. Δεν είχε ο καθένας άλλο πράγμα στο μυαλό του. Είχαμε μια κοινή ματιά απέναντι σε αυτό που κάναμε, το οποίο βοήθησε πάρα πολύ.», αναφέρει η Νικολίτσα, συμπληρώνοντας πως έτσι η μετάβαση από τις πρόβες στα γυρίσματα υπήρξε πάρα πολύ καλή. Στην ταινία, η Ιρίνα συνδέεται άθελα της με τις άλλες δύο γυναίκες της ταινίας και οδηγούνται όλες μαζί απότομα στην ωριμότητα. «Ένα από τα πράγματα που δείχνει αυτή η ταινία είναι πως ένας άνθρωπος, τον οποίο πιθανόν να μην ξέρεις καθόλου, μπορεί να επηρεάσει και να αλλάξει τη ζωή σου».
Με θητεία στο «Τhe last porn movie» του Κώστα Ζάππα, αλλά και στο «Μαχαιροβγάλτη» του Γιάννη Οικονομίδη, τη ρωτάω αν νιώθει ότι επιλέγεται από σκηνοθέτες για δύσκολους ρόλους και δύσκολες ταινίες. «Καταρχάς, κάθε ρόλος έχει τις δυσκολίες του», διευκρινίζει. «Δεν μπαίνω καν στη διαδικασία να κρίνω αν ο ρόλος είναι εύκολος ή δύσκολος. Συγκεκριμένα, με το «Τρεις Μέρες Ευτυχίας» υπήρξε τόσο καλή η συνεργασία με τον Δημήτρη και τους άλλους ηθοποιούς, που οι δύσκολες σκηνές βγήκαν αβίαστα, παρά τους αρχικούς μου φόβους. Αισθανόμουν ασφαλής με όλους τους συνεργάτες μου».
Όπως και οι άλλες ταινίες του σκηνοθέτη, έτσι και αυτή έχει φόντο την Αθήνα. Μια Αθήνα που, όπως και οι ψυχές των κατοίκων της, έχει όλους τους τόνους του μπλε χρώματος και φαίνεται να υπομένει τα πάντα. «Η Αθήνα είναι άσχημη πόλη», αρχίζει να λέει η Νικολίτσα, αλλά αμέσως διευκρινίζει πως την αγαπάει περισσότερο από τον τόπο καταγωγής της, την Πάτρα. «Έχω συνδέσει την Αθήνα με πράγματα που ήθελα να κάνω και ανθρώπους που γνώρισα. Έχει πολύ ωραία σημεία, όπως τα Πετράλωνα ή κάποια πάρκα, αλλά είναι πολύ σκληρή πόλη. Το πιο δύσκολο είναι η καθημερινότητα, που σου επιβάλλει ρυθμούς που δεν αντέχεις σωματικά. Κάθε μέρα πρέπει να κάνεις μια μικρή υπέρβαση. Παρόλα αυτά, την αγαπώ».
Η ώρα περνάει και φτάνει ο αποχαιρετισμός. Άλλη μια στιγμή ευτυχίας στα Πετράλωνα έφτασε στο τέλος της.

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΣΙΝΕΜΑ 222


        ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΘΑΝΙΤΗ  από τη Χριστίνα Λιάπη / Σινεμά τ 222


Τρεις νέες γυναίκες, πολύ διαφορετικές μεταξύ τους αλλά εξ ίσου μπερδεμένες, ζουν τρεις φορτισμένες μέρες στην Αθήνα του σήμερα, προσπαθώντας να κρατήσουν ζωντανό το όνειρο της ευτυχίας τους.

Αθήνα, 2004. Μια πόλη μεθυσμένη από τα –ψεύτικα, όπως αποδείχτηκε- επιτεύγματα της, γιορτάζει με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες τη νέα εποχή που έρχεται, την πανηγυρική αναγγελία ότι όλα αλλάζουν. Ο Δημήτρης Αθανίτης ( «Καμιά Συμπάθεια για τον Διάβολο», 1997) ξεκίνησε τα σχέδια για τις «Τρεις Μέρες Ευτυχίας», μια σπονδυλωτή ταινία που συμμετέχει στις Νύχτες Πρεμιέρας Conn-x, αποτυπώνοντας προφητικά αυτό που έμελλε να έρθει μετά την ευφορία· αυτό που τώρα είναι εδώ. «Συχνά έχουμε την αίσθηση ότι ορίζουμε τη ζωή μας χωρίς να συνειδητοποιούμε ότι τελικά δεν είμαστε εμείς τα αφεντικά. Έτσι και με τη χώρα. Δε νομίζω ότι φανταζόμασταν πριν από τρία-τέσσερα χρόνια αυτό το αδιέξοδο, τη διάψευση που υπάρχει τώρα. Νομίζαμε ότι οδηγούσαμε τη ζωή μας κάπου, αλλά τελικά δεν ήμαστε εμείς που την οδηγούσαμε», λέει ο σκηνοθέτης.
Την ίδια ψευδαίσθηση τρέφουν και οι πρωταγωνίστριες της ταινίας, τρεις νέες γυναίκες, φαινομενικά άγνωστες μεταξύ τους, που παλεύουν απεγνωσμένα να βρουν τη μελλοντική τους ευτυχία σε μια πόλη γυμνή και αφιλόξενη. Η Βέρα βλέπει τον κόσμο της να ανατρέπεται, όταν η μητέρα της πεθαίνει με βίαιο τρόπο. Η Άννα προσπαθεί να ξορκίσει τη μέχρι τώρα δυστυχισμένη οικογενειακή της ζωή με τον επερχόμενο γάμο της. Η Ιρίνα υπομένει την πιο ταπεινωτική μοίρα απ’όλες, ενώ σφίγγει τα δόντια και κάνει σχέδια να αποδράσει από την εφιαλτική της ζωή προς το όνειρο, που είναι γι’αυτήν ο Καναδάς.
Όλα αυτά διαδραματίζονται φιλτραρισμένα σε διαφορετικούς τόνους του μπλε, που δημιουργούν ένα αποτέλεσμα απόκοσμο, μελαγχολικό. «Μέσα απ’αυτό το μπλε χρώμα περνάει μια ατμόσφαιρα στην ταινία και στην εικόνα της πόλης που κινηματογραφείς, που αντανακλά αυτό που υπάρχει από κάτω, στην ψυχή των ανθρώπων».
Στην αναζήτηση της φευγαλέας ευτυχίας, και οι τρεις θα πρέπει να φύγουν μακριά από τις οικογένειες που τις βαραίνουν- είτε τις πραγματικές οικογένειες είτε την κατά συνθήκη, στην περίπτωση της Ιρίνα. «Το μεγάλο τους πρόβλημα είναι το άμεσο περιβάλλον τους και το πώς διαμορφώνει το πλαίσιο απέναντι στο οποίο πρέπει κανείς να επαναστατήσει. Περίεργος χώρος η ελληνική οικογένεια: μέσα από την προστασία της προκύπτει ένας ευνουχισμός, μια τερατογένεση, μια φυλακή».
«Έχω μια ιδιαίτερη σχέση με το φεστιβάλ, γιατί είχα και μια ιδιαίτερη σχέση με τον ιδρυτή του, τον Γιώργο Τζιώτζιο. Έχει κατακτήσει πραγματικά ένα πάραπολύ ζωντανό κοινό στην Αθήνα και κάνει ένα μεγάλο βήμα προς τις ελληνικές ταινίες, πράγμα ιδιαίτερα σημαντικό. Ειλικρινά χαίρομαι που η ταινία μου θα κάνει πρεμιέρα εκεί.»

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011

Σε αναζήτηση της ευτυχίας



 από τον Στράτο Κερσανίδη

Τρεις γυναίκες πιασμένες στις δαγκάνες της απόγνωσης. Η Ιρίνα, η Βέρα και η Άννα ζουν εγκλωβισμένες σε μία πραγματικότητα από την οποία προσπαθούν να ξεφύγουν. Η Ιρίνα ονειρεύεται να φύγει για τον Καναδά, μακριά από την οικογένειά της που την εκδίδει. Η Βέρα ξεκινά μια νέα ζωή την ώρα που πρέπει να αντιμετωπίσει τα κρυμμένα μυστικά της οικογένειάς της. Η Άννα ετοιμάζεται να παντρευτεί θέλοντας να διώξει μακριά τα φαντάσματα μιας διαλυμένης οικογένειας που τη στοιχειώνουν. Παράλληλες διαδρομές, διασταυρούμενες με τελικό προορισμό ένα «βίαιο» πέρασμα σε μια επόμενη φάση της ζωής τους.
Ο Δημήτρης Αθανίτης στη νέα του ταινία «Τρεις μέρες ευτυχίας» μοιάζει να ειρωνεύεται, αφού δεν υπάρχει κανένα ψήγμα ευτυχία στην ταινία του. Οι ηρωίδες του βιώνουν μια δυστυχία που μοιάζει απροσπέλαστη, που τις έχει περικυκλώσει και τις βυθίζει στη μελαγχολία και την παραίτηση.
Το σκληρό κι απρόσωπο αστικό τοπίο κυριαρχεί στην ταινία. Με μια φωτογραφία σε διαφορετικούς τόνους του μπλε τονίζεται η απόγνωση των τριών γυναικών. Η Ιρίνα, η Βέρα και η Άννα δε γελούν. Δε χαμογελούν καν. Θαρρείς και γνωρίσουν πως τα όνειρά τους είναι απλά μια ψευδαίσθηση. Ψευδαίσθηση όπως πολλά πράγματα γύρω μας, όπως ο έρωτας, η ευτυχία, η ελευθερία.
Ο σκηνοθέτης ενορχηστρώνει μία μελαγχολική συμφωνία, η μελωδία της οποίας ασφυκτιά στριμωγμένη μέσα σε ένα αδιαπέραστο οικογενειακό στάτους. Σκηνοθετεί με μικρές σεκάνς, πολλές από τις οποίες μοιάζουν με φωτογραφικά ενσταντανέ. Παρατηρεί τις ηρωίδες του από απόσταση, χωρίς συναισθηματική εμπλοκή. Δημιουργεί μια αποπνικτικά μελαγχολική ατμόσφαιρα αφήνοντας τη συναισθηματική εμπλοκή στα χέρια του θεατή. Ο ίδιος φροντίζει να στήνει εξαιρετικά κάδρα αποδεικνύοντας μια  ιδιαίτερη ικανότητα στυλιζαρίσματος. Δεν πέφτει όμως στη παγίδα της αυταρέσκειας, δεν αφήνει την αισθητική να κυριαρχήσει επάνω στο βαθύτερο νόημα, που είναι η μοναξιά και η απόγνωση, τα δεσμά  (και όχι οι δεσμοί) της οικογένειας, η αναζήτηση του βήματος προς την ευτυχία. Μια ευτυχία  που την πλησιάζουμε, με το ίστατο βήμα προς την κατάκτησή της να μοιάζει με ακροβατικό άλμα γεμάτο κινδύνους.
Μια ταινία ανθρωποκεντρική μέσα από την πάντα ιδιαίτερη ματιά του Δημήτρη Αθανίτη.
                                                                        Στράτος Κερσανίδης
Η Εποχή, 18/9/2011

Για τη δυστυχία που λέγεται οικογένεια

http://kersanidis.wordpress.com/2011/09/

Ο Δημήτρης Αθανίτης μιλά στον Στράτο Κερσανίδη


Η νέα ταινία του Δημήτρη Αθανίτη «Τρεις μέρες ευτυχίας» προβλήθηκε λίγες μέρες πριν στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας».

Ο σκηνοθέτης μίλησε στην Εποχή, για την ταινία αλλά και για τον ελληνικό κινηματογράφο. (Για την ταινία διαβάστε σε διπλανή στήλη).




Γιατί έχεις επιλέξει ως ηρωίδες της ταινίας τρεις γυναίκες; Μήπως επειδή τις θεωρείς πιο ευάλωτες;

Δεν ξέρω αν οι γυναίκες είναι πράγματι πιο ευάλωτες. Σίγουρα όμως βιώνουν πιο έντονα τις αντιφάσεις που μας περιβάλλουν και που γίνονται όλο και πιο έντονες.

Η Ιρίνα, η Άννα και η Βέρα πιέζονται από παντού. Ομως δεν αποδέχονται τους ρόλους που το περιβάλλον τους δίνει. Και κυρίως δεν δέχονται να παραιτηθούν από το όνειρο. Από εδώ ξεκινά κι η ιδέα του τίτλου, που κάθε άλλο παρά κυριολεκτικός είναι. Οι Τρεις Μέρες Ευτυχίας είναι μια σκληρή ταινία. Δεν χαιδεύει τον θεατή. Ομως για μένα αυτό είναι τελικά αισιόδοξο. Και λυτρωτικό.

Ακόμη μια ταινία σου στην οποία η παρουσία του αστικού τοπίου είναι καταλυτική. Είναι σα να πρωταγωνιστεί η πόλη. Γιατί;

Η πόλη, η Αθήνα είναι πράγματι κάτι σαν κρυφή πρωταγωνίστρια της ταινίας. Γιατί  πάνω στην πόλη βλέπεις όλα τα σημάδια αυτού που συμβαίνει γύρω μας. Η εικόνα της πόλης είναι σαν εικόνα της ψυχής των ηρωίδων μου. Η πόλη που ζούμε, αυτή η πόλη που ζουν οι ηρωίδες της ταινίας είναι μια πόλη σκληρή, αδυσώπητη. Η ταινία, ακολουθώντας τες ασθματικά, διατρέχει την Αθήνα από το κέντρο μέχρι το Σχιστό, από το αεροδρόμιο μέχρι τις Τρεις Γέφυρες. Είναι τυχαίο που η πόλη είναι ένα θηλυκό όνομα;  

Γιατί αν και ο τίτλος της ταινίας μιλά για 3 μέρες ευτυχίας, μάλλον η δυστυχία και η απόγνωση κυριαρχούν;

Όποιο όνομα κι αν δίνει κανείς στην ευτυχία, αυτή είναι τελικά ο στόχος και το μέτρο της ζωής μας. Πρέπει να δεις τη κόλαση γύρω σου, πρέπει να τη διασχίσεις, πρέπει να παλέψεις για να πας προς το όνειρό σου. Αν γύρω μας υπάρχει δυστυχία, δε βλέπω γιατί να φοβηθούμε να την κοιτάξουμε κατάματα. Οι Τρεις Μέρες Ευτυχίας μιλούν για την δυστυχία  που λέγεται οικογένεια. Γιατί η ελληνική οικογένεια είναι πηγή δυστυχίας τελικά. Τόσο ατομικά, αλλά κυρίως κοινωνικά. Οι τρεις ηρωίδες μου ορθώνουν τη ζωή τους κόντρα στην «οικογένεια». Η Ιρίνα θέλει να βγει από την άθλια ζωή που της επιβάλλουν, η Βέρα ανακαλύπτει τι υπάρχει πίσω από το προσωπείο της ευτυχισμένης οικογένειας, η Άννα προσπαθεί να ξεπεράσει το φάντασμα μια διαλυμένης οικογένειας. Κι αυτό δεν είναι ούτε παιχνίδι, ούτε ανώδυνο.  

Η ταινία θα προβληθεί στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης;

Η ταινία δε θα προβληθεί στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όχι γιατί δε θέλω εγώ, αλλά γιατί πρέπει να «τιμωρηθεί» που δεν θα κάνει πρεμιέρα εκεί. Ο απόλυτος παραλογισμός. Σε τι επηρεάζει το σινεφίλ κοινό της Θεσσαλονίκης τό γεγονός ότι η ταινία παίχτηκε πριν κάπου αλλου; Σε τι επηρεάζει τους ξένους παραγωγούς, κριτικούς, διανομείς που καλεί και χρυσοπληρώνει το φεστιβάλ; Σε τίποτα! Κι όμως το φεστιβάλ δεν τους δίνει τη δυνατότητα να δουν τη ταινία. Και μιλάμε για ένα απλό πανόραμα ελληνικών ταινιών. Δεν μιλάμε για διαγωνιστικό, όπου ίσως η πρεμιέρα να είχε κάποιο νόημα. Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης λειτουργεί στην λογική που μας οδήγησε στη κρίση. Επιδοτεί εισαγωγές και κατανάλωση. Η Βενετία έχει δίπλα στο διεθνές, επίσημο ιταλικό διαγωνιστικό. Στις Κάννες οι μισές ταινίες είναι γαλλικές παραγωγές. Στο Βερολίνο, το ίδιο. Κι εδώ, ο παραγκωνισμός της εθνικής ταινίας είναι σημαία.

Κατά πόσο η Πολιτεία στέκεται αρωγός στον ελληνικό κινηματογράφο;

Φέτος δεν θα μπουν λεφτά ούτε σε μία νέα παραγωγή. Ναι, έχουμε κρίση, αλλά υπάρχουν ιεραρχήσεις και προτεραιότητες. Δεν μπορεί η τέχνη που εξάγει το ελληνικό όνομα τόσο δυναμικά, με συνεχή παρουσία και βραβεία σε όλα τα φεστιβάλ, τα όσκαρ, κλπ, να μένει ανενεργή χωρίς χρηματοδότηση. Και την ίδια στιγμή να  χρηματοδοτούνται αφειδώς, ιδρύματα που δεν παράγουν τίποτα, εισαγόμενες παραστάσεις, κλπ. Η ανάπτυξη είναι η μόνη διέξοδος από την κρίση. Λοιπόν, το ελληνικό σινεμά είναι μια αναπτυξιακή δράση. Και μάλιστα εξάγωγική. Εξάγει σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό, σε μια στιγμή που εποχή που το όνομα Ελλάδα μόνο αρνητικούς συνειρμούς προκαλεί διεθνώς.

                                                                                 Η ΕΠΟΧΗ 18 Σεπτεμβρίου 2011

Το σινεμά είναι τρόπος ζωής, συνέντευξη στον Ν. Κουρμουλή



Ένας outsider του εγχώριου κινηματογράφου, ο Δημήτρης Αθανίτης, επιστρέφει με την καινούργια του ταινία,  «Τρεις μέρες ευτυχίας».
Ένα φιλμ παράτολμο, σιωπηρό, βασισμένο στο βλέμμα και το σώμα. 
 από τον Νίκο Κουρμουλή / ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΠΕΝΔΥΤΗ


Τρεις διαφορετικές μεταξύ τους γυναίκες, ενώνουν τις διαδρομές τους με τέτοιο τρόπο ώστε η κάθε μία να μην ξέρει ότι η άλλη είναι το μοιραίο πρόσωπο στην ζωή της. Πρωταγωνιστούν: Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Κατερίνα Φωτιάδη, Νικολίτσα Ντρίζη, Ερρίκος Λίτσης, Δημήτρης Αγαρτζίδης. Η ταινία έκανε πρεμιέρα την Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου, στο πλαίσιο του 17ου Διεθνούς φεστιβάλ κινηματογράφου της Αθήνας, Νύχτες Πρεμιέρας.     
                                                                                                     
ΕΡ: Πως ξεκίνησε η ιδέα του φιλμ
      
ΑΠ: Ξεκίνησε πολύ παλιά και στην πορεία προσαρμόστηκε στις καταστάσεις. Μια βασική ιδέα ήταν αυτό που ζούμε σήμερα, πως το βιώνουν 3 διαφορετικά πρόσωπα. Κατέληξα σε 3 γυναίκες, διότι η θέση της γυναίκας είναι περίεργη. Μοιάζει να έχει ανέβει, να έχει βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια, αλλά στις γυναίκες δεν χαρίζεται τίποτα. Ζουν πολύ πιο έντονα τις αποφάσεις που παίρνουν. Και νομίζω πως είναι πολύ πιο δραματικά πρόσωπα. Βλέπουμε πάνω τους ανάγλυφα τα αποτελέσματα της κρίσης που δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά και κρίση αξιών. 

ΕΡ:Ποια ήταν τα ερεθίσματα

ΑΠ:Ξεκίνησα από τρεις διαφορετικές ιστορίες. Από πρόσωπα τελείως διαφορετικά μεταξύ τους, από τρεις διαφορετικές κοινωνικές τάξεις,(μια λούμπεν ρωσίδα, μια αστή φοιτήτρια, μια μικροαστή υπάλληλος) και στην πορεία τις συνέδεσα με έναν τρόπο καθοριστικό. Τα πρόσωπα, καταλήγουν το ένα να επηρεάζει την ζωή του άλλου. Η πρόκληση εδώ είναι διπλή: πρώτον, ξεπερνάς το ατομικό, ξεφεύγοντας από μια απλή ιστορία και το δεύτερον είναι αυτές οι τυχαίες συναντήσεις των προσώπων και κυρίως το ότι κάποιος άλλος που δεν τον ξέρεις, καθορίζει την ζωή σου. Αυτό με γοητεύει. Τις έχω βάλει να συναντιόνται με τέτοιο τρόπο ώστε η κάθε μία να μην ξέρει ότι η άλλη είναι το μοιραίο πρόσωπο στην ζωή της. Είναι 3 πρόσωπα που παλεύουν για την ευτυχία, όπως την αντιλαμβάνονται αυτά. 

ΕΡ:Οι πρωταγωνίστριες

ΑΠ: Η Ιρίνα, είναι μια Ρωσίδα που αναγκάζεται να κάνει την πόρνη. Σκοπεύει να φύγει στον Καναδά. Να αλλάξει ζωή. Αυτό, αποτελεί την ευτυχία της. Όμως η «οικογένεια» στην οποία ανήκει, δεν έχει την ίδια γνώμη. Η δεύτερη κοπέλα, η Βέρα, είναι από τελείως διαφορετική τάξη. Είναι μια ευκατάστατη φοιτήτρια και έχει την αίσθηση ότι ζει σε μια ευτυχισμένη οικογένεια. Έρχονται τα γεγονότα έτσι, που ανακαλύπτει τι πραγματικά συμβαίνει. Η τρίτη η Άννα, είναι μια υπάλληλος σε βιβλιοπωλείο η οποία ετοιμάζεται να παντρευτεί και το φάντασμα της δικιάς της οικογένειας, μιας διαλυμένης οικογένειας, έρχεται να ταράξει αυτό που πρόκειται να γίνει.

ΕΡ: Η οικογένεια, σαν βασική προϋπόθεση κοινωνικής ευτυχίας, αποτελεί τελικά μια αυταπάτη

ΑΠ: Νομίζω ότι η ελληνική οικογένεια είναι πραγματικά, πηγή δυστυχίας. Βλέποντας αυτό που γίνεται γύρω μας σήμερα, που είναι αποτέλεσμα δεκαετιών, νομίζω ότι η οικογένεια έχει παίξει καθοριστικό ρόλο. Στην Ελλάδα η οικογένεια έχει υποκαταστήσει την κοινωνία. Καταλήγει να είναι ο συνδυασμός μιας σειράς από μικρές νησίδες που είναι οι οικογένειες. Κάθε μια στον μικρόκοσμο της. Στο ότι έχουμε φτάσει σε 3 πολιτικές οικογένειες να κάνουν κουμάντο, πιστεύω πως είναι η ενδεικτική καρικατούρα αυτού που συμβαίνει σε βάθος. Η οικογένεια είναι ο βασικός διαμορφωτής της παιδείας και όχι το σχολείο. Αυτή η συνεχή μετάθεση των προβλημάτων σε ένα αόρατο κράτος που εν είδη Θεού θα τα λύσει όλα και όλοι απαιτούν κάτι, εκτός του ότι είναι αβάσιμο είναι και ύποπτο, διότι ουσιαστικά οδηγεί στην αποποίηση των ευθυνών.

ΕΡ:Το σεξ, τι ρόλο παίζει στην ταινία

ΑΠ:Ομολογώ ότι το σεξ είναι ουσιαστικό συστατικό της ζωής. Πιο εύστοχα, θα έλεγα ο έρωτας. Δεν μπορώ να φανταστώ την απουσία του σε μια ιστορία οργανική που θα με αγγίξει. Πιστεύω ότι η απουσία του, οδηγεί σε καταστάσεις ευνουχισμένες. Ειδικά ο έρωτας, παραπέμπει στην συνέχεια της ζωής. Γι αυτό τον λόγο είναι σημαντικές οι γυναίκες. Ο έρωτας είναι κάτι πάρα πολύ δυνατό και δεν μπορώ να μπω στην διαδικασία της απομόνωσης των συστατικών του ( π.χ σεξ, αγάπη). Οι γυναίκες έχουν να αντιμετωπίσουν πιο ακραίες αντιφάσεις, οι επιλογές τους είναι απείρως πιο δύσκολες και οδυνηρές από αυτές των αντρών. Ιντριγκάρομαι όταν οι γυναίκες δεν καταπίνουν τις επιβαλλόμενες νόρμες της κοινωνίας.

ΕΡ:Η ταινία σου έχει μια υποβλητική διάσταση. Οι ήρωες αντιδρούν στα τεκταινόμενα εσωστρεφώς.

ΑΠ:Το σινεμά είναι μια διεθνής γλώσσα. Με την σιωπή, τα πρόσωπα μπορούν να εκφραστούν μέσα από τις καταστάσεις και το βλέμμα. Με ενδιαφέρει το εκτός κάδρου πεδίο, διότι είναι αυτό που μπορεί να μας προκαλέσει σαν θεατές και μέσα από την διαδικασία της αφαίρεσης να έχεις ένα αντικείμενο πιο πλούσιο, πιο πολύπλοκο. Βάζεις έτσι τον θεατή σε μια εγρήγορση. Το σινεμά που με ενδιαφέρει είναι αυτό που σε ταξιδεύει. Δεν μπορεί να είναι απλά μια διάλεξη, ένα εγκεφαλικό πράγμα. Στην ταινία μου για παράδειγμα δεν υπάρχουν καλοί-κακοί. Οι ηρωίδες μου ενώ υποφέρουν, δεν είναι άγγελοι. Η ταινία μέσα από την αφαίρεση, δεν προσδοκά να βάλει τον θεατή στην αναπαυτική θέση του «καλού» και να απενοχοποιηθεί. Για μένα οι «3 μέρες ευτυχίας» είναι μια αισιόδοξη ταινία. Όσο και αν ακούγεται παράδοξο, όταν αντιμετωπίζεις την πραγματικότητα, όταν κοιτάς τον εαυτό σου στον καθρέφτη ακόμη και αν σου προκαλεί φόβο, δεν μπορεί παρά να προχωρήσεις. Αυτό είναι αισιόδοξο. Τι άλλο θα μπορούσε να είναι δηλαδή, να είσαι στρουθοκάμηλος; Να υψώσεις μια ροζ σημαία πιστεύοντας ότι όλα είναι καλά ενώ βουλιάζεις; Αυτό είναι πρέζα. 


-ΕΡ:Από τι παρακινείσαι για να γεννήσεις και να λες ιστορίες μέσα από εικόνες

ΑΠ:Παίρνω ερεθίσματα από αντιδιαμετρικούς χώρους. Η συνάντηση των αντιθέτων, ανάβει τους σπινθήρες. Παρακινούμαι μέσα από την επαφή με το πρωτογενές υλικό, τους ανθρώπους. Με τους ήρωές μου έχω μια περίεργη σχέση. Βρίσκω τα πρόσωπα, κάτω από συνθήκες που δεν είναι τόσο προφανής. Έχω καταλήξει πως με κάποιο μαγικό τρόπο τα συναντάς. Για μένα το σινεμά είναι προέκταση της ζωής μου. Από την μια μεριά το αντιμετωπίζω απολύτως επαγγελματικά, από την άλλη είναι τρόπος ζωής. Δεν μπορώ να φανταστώ το εκτός. Ακόμη και όταν δεν γυρίζω, σκέφτομαι εικόνες, πλάθω ιστορίες. Δεν πιστεύω στην τέχνη υποκατάστατο. Δηλαδή κάνω μια απλοϊκή ζωή και μέσα από το σινεμά ζω τα φαντάσματα μου. Το σινεμά είναι μια υπέρβαση της ζωής που ζεις και αυτή σαν μια υπέρβαση του σινεμά που κάνεις.

ΕΡ:Η ταινία έχει μια δυνατή αίσθηση εντοπιότητας.
        
ΑΠ:Έχω περπατήσει την πόλη και έχω έρθει σε επαφή με τους ανθρώπους της. Η τέχνη θέλει την συγκατάθεση μας, πάντα. Δεν μπορείς να βάλεις έτσι, μια συμφωνία του Μπετόβεν και να πέσει ο κόσμος ξερός. Το αντίθετο θα συμβεί. Με ιντριγκάρει ένα σινεμά που μπορεί να έχει πολλές διαστάσεις και άποψη. Μου αρέσει ένα σινεμά που εκκινεί από μια συγκεκριμένη βάση και να απευθύνεται στον κόσμο. Η λειτουργία της τέχνης για μένα είναι η υπέρβαση. Ενώ η ταινία ξεκινά από ένα ρεαλισμό, που εξάλλου δεν εγκαταλείπω ποτέ, επιχειρεί μια σειρά υπερβάσεων. Η τέχνη τελικά είναι μυστήριο.
                            
ΕΡ:Με τον κινηματογραφικό νόμο που βρισκόμαστε σήμερα

ΑΠ:Είμαστε στην ύπαρξη ενός νόμου, όμως στην πράξη υπάρχει ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Το ΕΚΚ φέτος δεν θα παράγει καμία ταινία. Τα ελάχιστα που έχει πάρει θα δοθούν σε αυτά που χρωστάει. Υπάρχει σοβαρό πρόβλημα και αυτό θα φανεί τα επόμενα χρόνια. Είμαι ένας από αυτούς στους οποίους χρωστάει. Ναι μεν υπάρχει κρίση, το καταλαβαίνω, αλλά όταν μια τέχνη προβάλλει την Ελλάδα παντού με έναν μοντέρνο τρόπο, παίρνει διακρίσεις, πηγαίνει στα Όσκαρ, να την πετάς σαν κλοτσοσκούφι στο πουθενά. Και την ίδια στιγμή να επιδοτούνται εισαγόμενες παραστάσεις, ιδρύματα που δεν παράγουν καθόλου πολιτισμό, προωθώντας έτσι μια λογική μεταποίησης. Θα σου πω ότι τα λεφτά που έχω πάρει και για τις έξι ταινίες, είναι τα λεφτά που παίρνει μια μέση ελληνική ταινία. Δεν είναι μόνο το θέμα των χρημάτων, αλλά το θέμα της στάσης. Επειδή η ταινία μου κάνει πρεμιέρα στο φεστιβάλ Αθηνών, δεν το δέχεται η Θεσσαλονίκη. Η ταινία μου δεν είναι στο διαγωνιστικό, αλλά στο τμήμα του Πανοράματος. Μιλάμε για τον απόλυτο παραλογισμό. Σε ένα κρατικό φεστιβάλ που επενδύονται ελληνικά λεφτά, πρέπει να προβάλεις το προϊόν σου, να το εξαγάγεις και να το απλώσεις στην αγορά. Στη Θεσσαλονίκη λοιπόν επιδοτούνται για να κάνουν εισαγωγές.

ΕΡ:Είναι δομικό πρόβλημα του κράτους ότι ο πολιτισμός είναι στην άκρη

ΑΠ:Σαφώς και είναι δομικό πρόβλημα. Δεν έχουμε συνειδητοποιήσει την διαφορά ανάμεσα στο ζην και στο ευ ζην. Πρέπει να ξανασκεφτούμε σοβαρά κάποια πράγματα και ο πολιτισμός να πάρει έναν δρόμο. Κακά τα ψέματα ο πολιτισμός είναι απαξιωμένος, γιατί κλοτσοσκούφι έχουν γίνει οι αξίες μας. Έχουμε μάθει στην ευκολία, που μας οδηγεί στο βούλιαγμα. 

                                                                       ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΜΟΥΛΗΣ       
Ο Κόσμος του Επενδυτή, Σάβαττο 17-Κυριακή 18/92011        

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011

μια-καταθλιπτική-βόλτα-στην-αθήνα-και-στις-μπλε-ψυχές-των-ανθρώπων-της

 http://bosko-hippydippy.blogspot.com/2011/09/blog-post_6906.html
Οι Τρεις μέρες ευτυχίας είναι η πιο ώριμη ταινία του Δημήτρη Αθανίτη. Ένα hommage του σκηνοθέτη στην αρρώστια της εποχής μας, την κατάθλιψη, που βλέπεται όπως θα ακουγόταν και μια Συμφωνία του Gustav Mahler. Μία ταινία, επίσης, που θα μπορούσε να είναι σπονδυλωτή, αν οι τρεις παράλληλες ιστορίες των τριών αντίστοιχων ηρωίδων δεν διασταυρώνονταν μεταξύ τους: μιας νεαρής φοιτήτριας που επιστρέφει στο πατρικό της ύστερα από το θάνατο της μητέρας της σε μια άτυχη στιγμή. Μόνο που δεν αργούμε να καταλάβουμε ότι αυτός ο θάνατος δεν ήταν ακριβώς ατύχημα, αλλά αυτοκτονία, καθώς η μητέρα της είχε βάλει ντέτεκτιβ να παρακολουθεί τον άνδρα της κι έτσι ανακάλυψε πως αυτός πλήρωνε καθημερινά μία συγκεκριμένη πόρνη για τις συνευρέσεις τους σε ξενοδοχεία. Της Ιρίνας, της Ρωσίδας πόρνης, που μεταξύ άλλων πήγαινε και με τον πατέρα της φοιτήτριας και που ονειρεύεται να φύγει για τον Καναδά μαζί με τον νταβατζή της. Κι αυτή, όμως, δεν θα αργήσει να γίνει μάρτυρας της δολοφονίας του φίλου της από τη ρωσική μαφία. Τέλος, υπάρχει και μία ακόμη κοπέλα, εμφανώς καταθλιπτική, που αποφασίζει τελευταία στιγμή και για κάπως ανεξήγητους λόγους να τινάξει στον αέρα τη σχέση της και τον σχεδιασμένο γάμο της. Βοηθούμενος πολύ από το δυνατό καστ (Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Νικολίτσα Δρίζη, Κατερίνα Φωτιάδη, Ερρίκος Λίτσης κ.α.), την αριστοτεχνική blue-black φωτογραφία (blue=θλίψη, αντικατοπτρισμός εν ολίγοις της ψυχολογίας των προσώπων) και τη μουσική των DNA, ο Αθανίτης έκανε μια πολύ όμορφη ταινία σπάνιας ατμόσφαιρας, η οποία δυστυχώς αναδεικνύει και την ασχήμια των καιρών μας. Θέλω να πω ότι λίγοι μάλλον είναι αυτοί που θα εκτιμήσουν, όπως της αρμόζει, την ωδή του σκηνοθέτη στη μελαγχολία και τις προδομένες ανθρώπινες σχέσεις, έτσι σαστισμένοι και αποκοντριασμένοι πού 'χουν γίνει από την επίπλαστη χαρά και ευμάρεια της τηλεόρασης τους. Οι Τρεις μέρες ευτυχίας ή, σωστότερα, τα 90 λεπτά μιας γόνιμης, μπεργκμανικού τύπου, κατάθλιψης του Αθανίτη δεν πολιτικολογούν, ούτε κοινωνιολογούν στον αέρα. Στοχεύουν στον Άνθρωπο μέσα από την ευαίσθητη γυναικεία ψυχοσύνθεση κι ακόμη κι όταν διανθίζονται με events βίας, δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να σύρουν το χορό μιας αρχαίας τραγωδίας στην καρδιά της μελαγχολικής Αθήνας.

* δεν έχει προγραμματιστεί επαναληπτική προβολή για τις Τρεις μέρες ευτυχίας στις Νύχτες Πρεμιέρας. Δείτε την ταινία οπωσδήποτε όποτε βγει κανονικά στις αίθουσες.

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

Πρεμιερα, Απολλων, 15/9/2011














Νύχτες Πρεμιέρας Conn-x: ημέρα πρώτη και δεύτερη, τα dessous

http://flix.gr/news/nyxtes-premieras-conn-x-hmera-prwth-kai-deyterh-ta.html




Γεμάτος ήταν ο Απόλλων στις «Τρεις Μέρες Ευτυχίας» του Δημήτρη Αθανίτη, ο οποίος μεταξύ συνεργατών, φίλων και κοινού παρουσίασε με καμάρι τη νέα του ταινία.

Νύχτες Πρεμιέρας Conn-x: Η 1η μέρα σε εικόνες


Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ, Ορέστης Ανδρεαδάκης, παρουσιάζει τον Δημήτρη Αθανίτη και τη νέα του ταινία “Τρεις Μέρες Ευτυχία
Ο Δημήτρης Αθανίτης, γραμματέας της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου και ένας από τους πιο σημαντικούς έλληνες σκηνοθέτες, παρουσιάζει στο κοινό του φεστιβάλ την ομάδα του “Τρείς Μέρες Ευτυχίας

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2011

Η απειλή της ευτυχίας


"Θε μου τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε"          
 Οδ. Ελύτης (Μαρία Νεφέλη)

O Oρέστης Ανδρεαδάκης για τις "Τρεις Μέρες Ευτυχίας"

Είναι παράξενος ο τίτλος της ταινίας του Δημήτρη Αθανίτη, διότι οι "Τρεις Μέρες Ευτυχίας" θα μπορούσαν να είναι τρεις ώρες ή τρία λεπτά ευτυχίας, αφού στην πραγματικότητα κανείς δεν μπορεί να μετρήσει αυτό το φορτίο. Ούτε οι ηρωίδες του, που παραδίδονται στον άγριο λυρισμό του αστικού τοπίου για να επανεφεύρουν την ίδια την ύπαρξή τους.



Λιτός και ακριβής, ο σκηνοθέτης του "Καμιά Συμπάθεια για τον Διάβολο", φτιάχνει μια αρχιτεκτονική κινηματογραφική μελέτη για τον γυναικείο ψυχισμό. Θα έλεγε κανείς ότι τα κάδρα του έχουν σχεδιαστεί πάνω στη φευγαλέα φύση του συναισθήματος που άπαντες κυνηγούν με εμμονική αποφασιστικότητα: σφύζουν από ζωή, ενώ στην πραγματικότητα στοιχειώνουν το βλέμμα του θεατή με εικόνες απόκοσμης ομορφιάς.



Κάτω από το μπλε πέπλο των πλάνων του Αθανίτη κρύβεται μια απειλή- η απειλή της ευτυχίας.

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2011

"Η Αθήνα είναι ο καθρεφτης της ζωής μας"

Συνέντευξη στην Αντα Νταλιάκα, ΕΘΝΟΣ
http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=22800&subid=2&pubid=63377178

"Είναι μια σκληρή ταινία, που δεν χαϊδεύει", λέει ο σκηνοθέτης για τις "Τρεις μέρες ευτυχίας", που θα ανοίξουν τον κύκλο των ελληνικών ταινιών στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας "Νύχτες Πρεμιέρας Conn-x"

Ο Δημήτρης Αθανίτης δηλώνει πως οι  Τρεις μέρες ευτυχίας  είναι μια ταινία βαθιά αισιόδοξη
Ο Δημήτρης Αθανίτης δηλώνει πως οι "Τρεις μέρες ευτυχίας" είναι μια ταινία βαθιά αισιόδοξη
Σκηνοθέτης, σεναριογράφος, παραγωγός και γενικός γραμματέας της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, που τον Νοέμβριο κλείνει δύο χρόνια ζωής, ο Δημήτρης Αθανίτης επιστρέφει φέτος με το δράμα "Τρεις μέρες ευτυχίας", την έκτη μεγάλου μήκους ταινία του, μετά την "Πόλη των θαυμάτων", το 2005, για την Αθήνα των Ολυμπιακών Αγώνων. Oμως, η Αθήνα, μέσα από την εικόνα της οποίας συνηθίζει να φιλτράρει τις ιστορίες των ηρώων του, έχει αλλάξει. Ο ίδιος μας εξηγεί πώς.

Οι ηρωίδες σας είναι εγκλωβισμένες σε προσωπικά αδιέξοδα. Σε μια δυστυχισμένη φάση της ζωής τους, στην οποία αναζητούν την ευτυχία. Γιατί κάνατε μια τόσο απαισιόδοξη ταινία;
Οι "Τρεις Μέρες Ευτυχίας" είναι πράγματι μια σκληρή ταινία. Μια ταινία που δεν χαϊδεύει. Ομως αυτό δεν την κάνει καθόλου απαισιόδοξη. Η Ιρίνα, η Αννα και η Βέρα είναι τρεις νέες γυναίκες που δεν αποδέχονται τους όρους που το περιβάλλον τους βάζει. Παλεύουν για να ζήσουν όπως αυτές θέλουν. Από αυτή την άποψη, η ταινία είναι βαθιά αισιόδοξη. Ασχετα από το αν θα φτάσουν την "ευτυχία", οι ηρωίδες μου είναι δυνατά πρόσωπα. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν δεν είναι καθόλου προσωπικά. Είναι κοινωνικά. Είναι τρεις ηρωίδες από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, που βρίσκονται σε μια "ευτυχισμένη" φάση της ζωής τους. Μόνο που η πραγματικότητα εισβάλλει αμείλικτη.
Τι είναι για εσάς σήμερα η Αθήνα; Το μπλε χρώμα κάνει τα σχήματά της να φαίνονται ιδιαίτερα αποκρουστικά.
Κώστας Ξυκομηνός και Λουκία Πιστιόλα στο φιλμ
Κώστας Ξυκομηνός και Λουκία Πιστιόλα στο φιλμ
Η Αθήνα είναι ο καθρέφτης της ζωής μας. Οι αντιφάσεις της κοινωνίας μας, αυτά που ζούμε, αυτά που έζησαν άλλοι πριν από μας, είναι γραμμένα πάνω στους δρόμους, στα κτίρια, σε κάθε λεπτομέρεια της πόλης. Ψάχνω να βρω την ομορφιά μέσα σ' αυτό το παραμορφωμένο περιβάλλον, που σχεδόν έχουμε σταματήσει να βλέπουμε. Κι αν όλα είναι βουτηγμένα στο μπλε, είναι γιατί έτσι τα νιώθουν. Αν αυτό που βλέπουν μοιάζει με κόλαση, είναι γιατί αυτή είναι η πραγματικότητα.
Το στόρι έχει τις γυναίκες σε πρώτο πλάνο, όπως συνηθίζετε στα έργα σας. Οι γυναίκες μοιάζουν να είναι τα θύματα, ενώ οι άντρες οι θύτες. Ισχύει αυτό;
Οσο και να υποκρινόμαστε ότι όλοι έχουμε τις ίδιες δυνατότητες και τις ίδιες ευκαιρίες, είναι δύσκολο να κρύψουμε ότι αυτός ο κόσμος παραμένει βασικά αντρικός. Οι γυναίκες έχουν έναν πολύπλοκο και απίστευτα πιο δύσκολο ρόλο σήμερα. Γι' αυτό τις βάζω σε πρώτο πλάνο. Δεν είναι, όμως, μόνο θύματα οι ηρωίδες μου. Είναι και θύτες. Είναι ευαίσθητες αλλά και σκληρές. Στην ουσία, είναι λιγότερο συμβιβασμένες από τους άντρες που έχουν δίπλα τους.
Τα οικογενειακά σχήματα που τις περιβάλλουν είναι κατεστραμμένα. Η οικογένεια ως εστία καταπίεσης είναι ένα ζήτημα που ανακύπτει στις ελληνικές ταινίες συχνά-πυκνά τελευταία.
Η οικογένεια βρίσκεται στην καρδιά της κρίσης που ζούμε. Η οικογένεια βρίσκεται πίσω από τη διαστρέβλωση όλων των αξιών. Η οικογένεια, με ή χωρίς εισαγωγικά, έχει βάλει το στενό συμφέρον στη θέση του κοινωνικού, σαν υπέρτατη αξία. Απέναντι στην οικογένεια επαναστατούν οι ηρωίδες μου. Εβαλα τρεις ιστορίες, τρεις ηρωίδες, πολύ διαφορετικές, από διαφορετικούς κοινωνικούς χώρους, γιατί δεν με ενδιέφερε να δείξω μια ατομική περίπτωση. Μέσα από τις ιστορίες τους, που όμως τελικά συνδέονται καθοριστικά, η οικογένεια αναδεικνύεται πηγή δυστυχίας.
Γυρίζετε ταινίες στην Ελλάδα εδώ και αρκετά χρόνια. Πόσο δύσκολο σας ήταν να κάνετε αυτή την ταινία; Θα επιβιώσει το ελληνικό σινεμά από την οικονομική ανέχεια που πρέπει να αντιμετωπίσει;
Πάντα ήταν δύσκολο να κάνεις ταινίες στην Ελλάδα, τώρα πολύ περισσότερο. Το 1993 έκανα την πρώτη μικρού μήκους μου, με τίτλο "Φιλοσοφία". Το θέμα; Η ελληνική οικονομία καταρρέει, ο πρόεδρος αναγγέλλει πτώχευση και καλεί στη μόνη εναπομένουσα δραστηριότητα. Φιλοσοφία! Μέσα από τον σαρκασμό της η ταινία ήταν προφητική. Αυτό που χρειαζόμαστε πιο πολύ κι από οξυγόνο αυτήν τη στιγμή σαν κοινωνία είναι ένα νέο συλλογικό όραμα. Ναι, το σινεμά θα επιβιώσει, γιατί δεν μπορούμε να σταματήσουμε να αναπνέουμε, να σκεφτόμαστε, να δημιουργούμε. Η βράβευση του Γιώργου Λάνθιμου και του Ευθύμη Φιλίππου στο φεστιβάλ Βενετίας δείχνει τη δυναμική του ελληνικού σινεμά και την απόλυτη ανάγκη να υποστηριχθεί ο κινηματογράφος μας με κάθε τρόπο, ηθικά και υλικά. Δεν είναι πολυτέλεια, είναι όρος επιβίωσης.
"ΚΑΝΑΜΕ ΜΙΑ ΤΟΜΗ"
"Ιδρύσαμε την Ακαδημία στηριζόμενοι μόνο στον εαυτό μας. Δεν απευθυνθήκαμε στο κράτος, δεν απευθυνθήκαμε σε κανέναν φορέα. Κάναμε μια τομή, φέρνοντας αξιοκρατία και τελείως άλλο ύφος και ήθος". Ο Δ. Αθανίτης σχολιάζει τη 2χρονη πορεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.
Το δράμα "Τρεις μέρες ευτυχίας" ανοίγει τoν κύκλο των προβολών των ελληνικών ταινιών στις Νύχτες Πρεμιέρας Conn-X. Την ερχόμενη Παρασκευή ο Δημήτρης Αθανίτης και οι υπόλοιποι συντελεστές του φιλμ θα βρίσκονται στον κινηματογράφο Απόλλων για να το παρουσιάσουν. Η υπόθεση επικεντρώνεται σε τρεις διαφορετικές γυναίκες -την πόρνη μετανάστρια Ιρίνα (Νικόλ Ντρίζι), τη φοιτήτρια Βέρα (Κατερίνα Φωτιάδη), που χάνει τη μητέρα της (Λουκία Πιστιόλα), και την Aννα (Αλεξάνδρα Αϊδίνη), που ετοιμάζεται να παντρευτεί- καθώς οι ζωές τους δοκιμάζονται καθοριστικά κατά τη διάρκεια τριών ημερών στην πόλη της Αθήνας.
  • ΠΕΜΠΤΗ Η ΠΡΕΜΙΕΡΑ
ΑΝΤΑ ΔΑΛΙΑΚΑ
adaliaka@pegasus.gr

 

Συνέντευξη Seven Art: Δημήτρης Αθανίτης (Τρεις μέρες ευτυχίας) 12 Σεπτεμβρίου 2011 | SevenArt.gr

http://www.sevenart.gr/news-detail.php?catid=4&id=997

Με τις “Τρεις μέρες ευτυχίας”, ο σκηνοθέτης Δημήτρης Αθανίτης ολοκληρώνει τον προβληματισμό του για την πραγματικότητα που ζούμε κι αντιμετωπίζουμε την τελευταία δεκαετία. Αυτό το κοινωνικό του σχόλιο, που διανθίζεται με υπαρξιακές, ψυχολογικές, βαθιά ανθρώπινες πινελιές, ξεκίνησε με την ταινία “2000+1 Στιγμές” για τον ερχομό του νέου αιώνα.

Συνεχίστηκε με την ταινία “Πόλη των θαυμάτων”, μια πολύ-πολιτισμική προσέγγιση της Αθήνας των Ολυμπιακών Αγώνων. Για να ολοκληρωθεί φέτος με τις “Τρεις μέρες ευτυχίας”. Και πάλι ο Αθανίτης συνθέτει μια σπονδυλωτή ταινία, που διατρέχεται από τρεις ιστορίες γυναικών οι οποίες ψάχνουν την ευτυχία τους, την ουτοπία τους, τη σωτηρία τους.

Με την τελευταία του ταινία, ο Αθανίτης μιλά για τις δυσκολίες της εποχής που ζούμε, μέσα από τους θεσμούς της οικογένειας, του γάμου, της φιλίας, της αγάπης που εμπνέει τις σχέσεις εν γένει. Και πάλι στη μουντή Αθήνα, διαδραματίζονται τρεις ιστορίες με σαφή προβλήματα, που όμως το φως διαφαίνεται μέσα απ’ το τούνελ.

Ο Δημήτρης Αθανίτης, ο οποίος με την πρώτη του ταινία “Αντίο Βερολίνο” έκανε αίσθηση στο ντόπιο σινεμά, μίλησε στο SevenArt λίγες μέρες πριν την παγκόσμια πρεμιέρα της νέας του ταινίας στο 17ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας.

Μου είχες πει παλιότερα ότι παιδεύτηκες εντέλει με την ταινία “Τρεις μέρες ευτυχίας” προκειμένου να την ολοκληρώσεις.

Κι όντως. Τώρα που το σκέφτομαι, κοντά στα έξι χρόνια είναι που ασχολούμαι με τη συγκεκριμένη ιστορία. Πρώτα γράφτηκε το σενάριο, το οποίο και ξαναείδα όταν συμμετείχα στο Μεσογειακό Ινστιτούτο Κινηματογράφου στη Νίσυρο. Μετά, με παίδεψε το κάστινγκ. Είδα πολύ κόσμο, ιδίως εκατοντάδες κοπέλες για τους τρεις κεντρικούς ρόλους. Και στη συνέχεια ξέρεις, έπρεπε να λυθεί το οικονομικό θέμα, καθότι ακόμη κι αν εγκρίθηκε η χρηματοδότηση μου από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, με δυσκολία αποταμιεύεται. Πλην όλων αυτών, εξετάζω πλέον και το ενδεχόμενο, σε μελλοντική ταινία μου, να μην μπω στην αγχώδη και κοπιώδη διαδικασία του σφιχτού προγράμματος γυρισμάτων. Καλύτερο θα είναι να απλώνεται αυτό το κομμάτι σε βάθος χρόνου.

Και πάλι σκηνοθετείς μια σπονδυλωτή ιστορία, όπως έγινε στις δυο προηγούμενες ταινίες σου. Γιατί αυτό;

Με ενδιαφέρει πολύ να περιπλέκονται με κάποιο τρόπο ιστορίες προσώπων, που φαινομενικά δεν έχουν κάποια σχέση. Υπάρχει όμως μια συνισταμένη που τους απασχολεί. Για παράδειγμα, στις “Τρεις μέρες ευτυχίας” οι τρεις κοπέλες ψάχνουν να βρουν τη διέξοδό τους, να ξεφύγουν από αυτά που τους απασχολούν, τα προβλήματά τους αν θες. Και κάπως εκεί “συναντιούνται”. Τα τρία αυτά κορίτσια μπορεί να μην έχουν κοινά σε μια πρώτη εικόνα, όμως εντέλει μοιάζουν τόσο πολύ στο βάθος.

Ποιος είναι δηλαδή ο παράγοντας αυτός που τις κρατάει πίσω;

Εκεί που εντοπίζεται το πρόβλημα βασικά, είναι στην οικογένεια. Τις κρατάει πίσω, ουσιαστικά τις διαλύει. Η μια κοπέλα, η Βέρα, με το πέρας των σπουδών της επιστρέφει στο σπίτι της και σε μια οικογένεια που, εν ολίγοις, δεν “γνωρίζει”. Η δεύτερη κοπέλα, η Ιρίνα, που εκδίδεται από την ίδια της την οικογένεια θέλει να ξεφύγει, και να μεταναστεύσει. Η τελευταία κοπέλα, η Άννα, προσπαθεί να ζήσει έχοντας βαθιά ριζωμένη μέσα της τη διαλυμένη οικογένεια της.

Επομένως καταπιάνεσαι με ένα θέμα που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία;

Σαφώς. Είμαστε ακόμη, ένας λαός, μια κοινωνία που στηρίζεται στην οικογένεια. Δεν έχουμε ξεφύγει από αυτό. Βέβαια, το γεγονός αυτό που μπορεί να έχει πολλά καλά, δημιουργεί σε αναρίθμητες περιπτώσεις και προβλήματα. Το κυριότερο από αυτά είναι ότι από την υπερβολική αγάπη που δίνει στο παιδί, λειτουργεί ταυτόχρονα ανασταλτικά για την εξέλιξη του, τα θέλω του. Υπάρχει κάτι κλειστό στις ελληνικές οικογένειες. Και επικρατεί η συλλογιστική "εμείς και οι άλλοι". Η πάρτη μας, δηλαδή. Κάτι το οποίο χαρακτηρίζει εν γένει την κοινωνία μας, σε  πολλά επίπεδα και σε όλους τους θεσμούς της.

Υπάρχει αισιοδοξία σε αυτό το σκηνικό που περιγράφεις στην ταινία σου;

Καταρχάς ο τίτλος είναι ειρωνικός. Σαφώς και τα τρία αυτά κορίτσια δεν βιώνουν κάποιου είδους ευτυχία στις καταστάσεις που βρίσκονται. Παρόλο τον προβληματισμό που υπάρχει όμως, η ευτυχία μπορεί να επιτευχθεί αρκεί να κυνηγήσουν αυτό το οποίο πραγματικά θέλουν, και να ξεφύγουν από αυτό το οποίο είναι “φυλακισμένες”.

Αν και δικό σου “παιδί”, ποια πιστεύεις ότι θα είναι η πορεία της ταινίας σου;

Δεν τρέφω αυταπάτες, ξέρω ότι έχω κάνει μια σινεφίλ ταινία, που όμως είναι επίκαιρη και μπορεί να απασχολήσει πολύ κόσμο της εποχής και της νέας γενιάς. Θέλω να πιστεύω ότι θα έχει μια καλή πορεία στα φεστιβάλ όπου θα προβληθεί, κι ελπίζω να βρει διανομή μες στο χρόνο και να παίξει στις αίθουσες. Το τελευταίο είναι και το πλέον δύσκολο.

Κλείνοντας, θέλω το σχόλιο σου για τα παρακάτω μια και είσαι από τους πλέον ενεργούς με τα κοινά, κινηματογραφιστές της χώρας. Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, νέος κινηματογραφικός νόμος, Κινηματογραφιστές στην Ομίχλη, Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου.

Για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης θεωρώ πως κινείται στη σωστή κατεύθυνση με τον διορισμό του Δημάρχου κ. Μπουτάρη ως Προέδρου του. Η στροφή που πρέπει να κάνει προς την πόλη η διοργάνωση είναι επιβεβλημένη. Με τη διόγκωση της τελευταίας δεκαετίας είχε χάσει την τοπική ταυτότητά του. Βέβαια, θεωρώ “φάουλ” το νέο κανονισμό του, με τον οποίο “πετά” απ’ έξω ελληνικές ταινίες που έχουν κάνει πρεμιέρα σε άλλα φεστιβάλ. Δεν τους δίνει τη δυνατότητα να προβληθούν ούτε στο Πανόραμα του. Για το νέο κινηματογραφικό νόμο που πιστεύω ότι βρίσκεται σε σωστό πλαίσιο, νομίζω ότι δεν πρέπει να μείνει στα χαρτιά και να εφαρμοστεί άμεσα. Για τους Κινηματογραφιστές στην Ομίχλη, των οποίων είμαι και μέλος, θεωρώ ότι οφείλουν να ενεργοποιηθούν ξανά. Έχουν αποτραβηχτεί αδικαιολόγητα. Για την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου (Σ.σ. είναι Γενικός Γραμματέας) πιστεύω ότι γίνεται πολύ καλή δουλειά, κάτι που έχει φανεί ήδη. Στη συνεδρίαση του φθινοπώρου θα συζητηθούν εκτενώς κι όλα εκείνα τα λάθη που μπορεί να έχει το καταστατικό της, ώστε να διορθωθούν.

Νέστορας Πουλάκος




ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ του Δημήτρη Αθανίτη / ΣΙΝΕΜΑ

Ο Δημήτρης Αθανίτης μιλά με τη Χριστίνα Λιάπη στο ΣΙΝΕΜΑ
 http://www.e-go.gr/cinemag/summary1.asp?catid=10167&subid=2&pubid=128774618
Τρεις νέες γυναίκες, πολύ διαφορετικές μεταξύ τους αλλά εξ ίσου μπερδεμένες, ζουν τρεις φορτισμένες μέρες στην Αθήνα του σήμερα, προσπαθώντας να κρατήσουν ζωντανό το όνειρο της ευτυχίας τους.

Αθήνα, 2004. Μια πόλη μεθυσμένη από τα –ψεύτικα, όπως αποδείχτηκε- επιτεύγματα της, γιορτάζει με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες τη νέα εποχή που έρχεται, την πανηγυρική αναγγελία ότι όλα αλλάζουν. Ο Δημήτρης Αθανίτης ( «Καμιά Συμπάθεια για τον Διάβολο», 1997) ξεκίνησε τα σχέδια για τις «Τρεις Μέρες Ευτυχίας», μια σπονδυλωτή ταινία που συμμετέχει στις Νύχτες Πρεμιέρας Conn-x, αποτυπώνοντας προφητικά αυτό που έμελλε να έρθει μετά την ευφορία· αυτό που τώρα είναι εδώ. «Συχνά έχουμε την αίσθηση ότι ορίζουμε τη ζωή μας χωρίς να συνειδητοποιούμε ότι τελικά δεν είμαστε εμείς τα αφεντικά. Έτσι και με τη χώρα. Δε νομίζω ότι φανταζόμασταν πριν από τρία-τέσσερα χρόνια αυτό το αδιέξοδο, τη διάψευση που υπάρχει τώρα. Νομίζαμε ότι οδηγούσαμε τη ζωή μας κάπου, αλλά τελικά δεν ήμαστε εμείς που την οδηγούσαμε», λέει ο σκηνοθέτης.
Την ίδια ψευδαίσθηση τρέφουν και οι πρωταγωνίστριες της ταινίας, τρεις νέες γυναίκες, φαινομενικά άγνωστες μεταξύ τους, που παλεύουν απεγνωσμένα να βρουν τη μελλοντική τους ευτυχία σε μια πόλη γυμνή και αφιλόξενη. Η Βέρα βλέπει τον κόσμο της να ανατρέπεται, όταν η μητέρα της πεθαίνει με βίαιο τρόπο. Η Άννα προσπαθεί να ξορκίσει τη μέχρι τώρα δυστυχισμένη οικογενειακή της ζωή με τον επερχόμενο γάμο της. Η Ιρίνα υπομένει την πιο ταπεινωτική μοίρα απ’όλες, ενώ σφίγγει τα δόντια και κάνει σχέδια να αποδράσει από την εφιαλτική της ζωή προς το όνειρο, που είναι γι’αυτήν ο Καναδάς.
Όλα αυτά διαδραματίζονται φιλτραρισμένα σε διαφορετικούς τόνους του μπλε, που δημιουργούν ένα αποτέλεσμα απόκοσμο, μελαγχολικό. «Μέσα απ’αυτό το μπλε χρώμα περνάει μια ατμόσφαιρα στην ταινία και στην εικόνα της πόλης που κινηματογραφείς, που αντανακλά αυτό που υπάρχει από κάτω, στην ψυχή των ανθρώπων».
Στην αναζήτηση της φευγαλέας ευτυχίας, και οι τρεις θα πρέπει να φύγουν μακριά από τις οικογένειες που τις βαραίνουν- είτε τις πραγματικές οικογένειες είτε την κατά συνθήκη, στην περίπτωση της Ιρίνα. «Το μεγάλο τους πρόβλημα είναι το άμεσο περιβάλλον τους και το πώς διαμορφώνει το πλαίσιο απέναντι στο οποίο πρέπει κανείς να επαναστατήσει. Περίεργος χώρος η ελληνική οικογένεια: μέσα από την προστασία της προκύπτει ένας ευνουχισμός, μια τερατογένεση, μια φυλακή».
«Έχω μια ιδιαίτερη σχέση με το φεστιβάλ, γιατί είχα και μια ιδιαίτερη σχέση με τον ιδρυτή του, τον Γιώργο Τζιώτζιο. Έχει κατακτήσει πραγματικά ένα πάραπολύ ζωντανό κοινό στην Αθήνα και κάνει ένα μεγάλο βήμα προς τις ελληνικές ταινίες, πράγμα ιδιαίτερα σημαντικό. Ειλικρινά χαίρομαι που η ταινία μου θα κάνει πρεμιέρα εκεί.»
'Εχουμε την αίσθηση ότι ορίζουμε τη ζωή μας χωρίς να συνειδητοποιούμε ότι τελικά δεν είμαστε εμείς τα αφεντικά. Έτσι και με τη χώρα. Δε νομίζω ότι φανταζόμασταν πριν από τρία-τέσσερα χρόνια αυτό το αδιέξοδο, τη διάψευση που υπάρχει τώρα. Νομίζαμε ότι οδηγούσαμε τη ζωή μας κάπου, αλλά τελικά δεν ήμαστε εμείς που την οδηγούσαμε.'

 
Τρεις νέες γυναίκες, πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, αλλά εξ ίσου μπερδεμένες, ζουν τρεις φορτισμένες μέρες στην Αθήνα του σήμερα, προσπαθώντας να κρατήσουν ζωντανό το όνειρο της ευτυχίας τους.

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

Οι Τρεις μέρες ευτυχίας (και οι προηγούμενες ταινίες) του Δημήτρη Αθανίτη

Ένα σινεμά ιδιόμορφο, διαφορετικό κι απαιτητικό.
του Θόδωρου Σούμα
http://www.cinephilia.gr/index.php/2011-08-09-07-23-25/hellas/161-2011-09-09-11-04-42 
b_246_135_16777215_00___images_1112_athan1.jpg
Σε λίγες μέρες κάνει πρεμιέρα η τελευταία ταινία του Δημήτρη Αθανίτη, Τρεις μέρες ευτυχίας. Το κινηματογραφικό έργο του Αθανίτη, οι έξη μεγάλου μήκους ταινίες του, μπορεί να διακριθεί σε δύο περιόδους εξέλιξής του. Στην πρώτη περίοδο, τα δύο πρώτα φιλμ του, Αντίο Βερολίνο (1994) και Καμιά συμπάθεια για τον διάβολο (1997), είναι ασπρόμαυρα, ως ένα βαθμό εξπρεσιονιστικά, σκληρά και λιτά φιλμ. Από αφηγηματική οπτική, είναι απλές μυθοπλασίες, που εξιστορούν μια μοναδική ιστορία που αναπτύσσεται προχωρώντας προς το τέλος της.
Με το Όνειρα καλοκαιρινής νύχτας (1999) περνά σε μια μυθοπλασία πολυπρόσωπη, δηλαδή με πολλούς χαρακτήρες, που όμως διέπεται από  ενότητα χώρου και δράσης: περιστρέφεται γύρω από το ανέβασμα του ομώνυμου θεατρικού έργου του Σέξπιρ. Στην δεύτερη περίοδο του έργου του, στα φιλμ 2000+1 στιγμές (2000), Η πόλη των θαυμάτων (2005) και τις Τρεις μέρες ευτυχίας (2011), η μυθοπλασία διασπάται, με επιτυχία, σε παράλληλες αφηγήσεις που ακολουθούν τις πορείες των διαφορετικών χαρακτήρων. Σε αυτή τη δεύτερη, διακριτή περίοδο της φιλμογραφίας του, η αφήγηση είναι πολυπρόσωπη (και τριτοπρόσωπη) και ακολουθεί τις πολλαπλές, σε πρώτη όψη παράλληλες (στην πραγματικότητα συγκλίνουσες) τροχιές και ιστορίες των διαφόρων προσώπων της μυθοπλασίας, οι οποίες κάπου, συνήθως προς το τέλος, συναντιούνται.
Οι περισσότερες  ταινίες του Αθανίτη διαρκούν γύρω στα 80 λεπτά. Είναι σύντομες λες και η πολύ μεγάλη διάρκεια θα επιβάρυνε ταινίες που χαρακτηρίζονται από εικαστική πυκνότητα και, στη δεύτερη περίοδο του έργου του, από αφηγηματική πολυπλοκότητα.
b_217_297_16777215_00___images_1112_athan2.jpg
Ο Αθανίτης είναι ένας μοντερνιστής σκηνοθέτης, ένας ψαγμένος στυλίστας. Τα φιλμ του κατά κανόνα είναι σύνθετα, πολυπρόσωπα και, ταυτόχρονα, πολύ ελλειπτικά, αρκετά αφαιρετικά, με μια τάση μινιμαλισμού. Αυτές οι ιδιότητες τα κάνουν δυσπρόσιτα στον μέσο, ανεξοικείωτο με αυτές τις φόρμες, θεατή. Πρόκειται για σινεμά ιδιότυπο, ιδιόμορφο, απαιτητικό· διαφορετικό και ανεξάρτητο (μικρές παραγωγές, φιλμ στα οποία έγινε blow up ή γυρίστηκαν με ψηφιακή κάμερα), με προωθημένα αισθητικά, αφηγηματικά και σκηνοθετικά στάνταρ, που -λόγω αυτής του της κατεύθυνσης- δεν μετασχηματίζεται σε προσιτό, ιδιαίτερα ανοιχτό κι εμπορικό κινηματογράφο κοινής αποδοχής. Επειδή, όμως, οι κινηματογραφικοί και άλλοι κόσμοι μας είναι σε σημαντικό βαθμό κοινοί,  βρήκα αρκετά στοιχεία που με ενδιαφέρουν στο σινεμά του…

Τρεις μέρες ευτυχίας
Στο προηγούμενο φιλμ του σκηνοθέτη, Η πόλη των θαυμάτων, που εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών αγώνων, υπάρχει κάποια αισιοδοξία και θετική ματιά. Το 2011, χρονιά του φιλμ με τον κάπως ειρωνικό τίτλο, Τρεις μέρες ευτυχίας, έχει πια τελειώσει άδοξα η φάση της ανάπτυξης και της ανόδου, έχει έρθει η εποχή της κρίσης, της κοινωνικής αποσύνθεσης και παρακμής, της αιφνιδιαστικής απώλειας της αθωότητας.
Η τελευταία ταινία του Αθανίτη, Τρεις μέρες ευτυχίας, παρακολουθεί τρεις διαφορετικές ιστορίες τριών νέων γυναικών σε κρίση και σε αναζήτηση ευτυχίας και διεξόδου στη ζωή τους. Η ταινία και οι χαρακτήρες προσπαθούν να δώσουν σχήμα σ’ αυτό που ψάχνουν, στην ευτυχία, σε κάτι ρευστό, που διαφεύγει ή που δεν υπάρχει αντικειμενικά. Ίσως αυτό που παρακολουθούμε στο φιλμ είναι λιγότερο η ευτυχία και περισσότερο η δυστυχία, μιας και αυτή κι ο πόνος σφραγίζουν πιο έντονα τις εικόνες που βλέπουμε…
Η αφηγηματική δομή που ακολουθείται είναι η εξής: και στις τρεις ιστορίες, στις τρεις ζωές, κάποια καθοριστικά περιστατικά, ήτοι «πρωτεύουσες λειτουργίες», δρουν καταλυτικά στην εξέλιξη της πορείας της καθεμίας. Πιο συγκεκριμένα, η ζωή της φοιτήτριας Βέρας διαταράσσεται όταν αυτοκτονεί η μητέρα της. Το αποτέλεσμα είναι ότι η οικογένεια διαλύεται ολοκληρωτικά, γιατί παρατάει τον υπεύθυνο για την αυτοκτονία, άπιστο πατέρα της, που τα είχε με την πόρνη Ιρένα. Στη δεύτερη, και κομβική ιστορία -γιατί απλώνεται και συναντά τις άλλες δύο- η νεαρή, παγιδευμένη και αποκλεισμένη, Ρωσίδα Ιρένα αποφασίζει να σταματήσει να πουλιέται και να φύγει στον Καναδά με το φίλο της, απόφαση που επιφέρει την τιμωρία των νταβατζήδων. Στην τρίτη ιστορία, η Άννα πρόκειται να παντρευτεί, μα η ξαφνική απιστία του αγαπημένου της και αυριανού γαμπρού, στο μπάτσελορ πάρτυ, με την «αγορασμένη» Ιρένα, την κλονίζει και την κάνει να αμφιταλαντεύεται…
Συνδετικός κρίκος, κοινό, κομβικό πρόσωπο των τριών ιστοριών είναι η Ρωσίδα πόρνη. Το μοντάζ των τριών ιστοριών είναι κυρίως παράλληλο, μα μερικές φορές επανέρχεται στα προηγούμενα πρόσωπα, οι ιστορίες πλέκονται και κάποιοι χαρακτήρες τους συναντιούνται.
b_247_169_16777215_00___images_1112_athan3.jpg
Το Τρεις μέρες ευτυχίας μας μιλά για την οδύνη, την αποξένωση, τη βία, την εκμετάλλευση και την αδικία (κυρίως εναντίον της γυναίκας), την απελπισία, το κλάμα, τη δυσκολία επικοινωνίας, το σαρκικό σεξ και τον έρωτα, την ανάγκη να προχωρήσεις και να συγχωρέσεις… Στο τέλος της μυθοπλασίας, μετά από αρκετές απώλειες, καταστροφές και θανάτους (η μητέρα αυτοκτονεί, η κόρη παρατά τον ανεύθυνο πατέρα και οι Ρώσοι νταβατζήδες σκοτώνουν τον Ρώσο αγαπητικό της πόρνης), αναγεννιέται μια ελπιδοφόρα ερωτική σχέση, της Άννας με τον αγαπημένο της.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η επιλογή και η κινηματογράφηση των χώρων με τους αυτοκινητόδρομους, τις αερογέφυρες και πεζογέφυρες, τα τραίνα, λεωφορεία και φορτηγά, δηλαδή οι εικόνες των βιομηχανικών, λαϊκών περιοχών. Η δυναμική χρήση τους στα εικαστικά φροντισμένα πλάνα, προδίδει τις αρχιτεκτονικές σπουδές του Αθανίτη.

Η πόλη των θαυμάτων
Συνεχίζουμε από τα νεότερα προς στα παλιότερα, πρώτα φιλμ του. Το αμέσως προηγούμενο είναι, λοιπόν, Η πόλη των θαυμάτων, που διαδραματίζεται τις μέρες των Ολυμπιακών αγώνων στην Αθήνα, τον Αύγουστο του 2004. Ο Αθανίτης υιοθετεί και εδώ, με αφηγηματική δεξιοτεχνία, την πολυπρόσωπη, παράλληλη αφήγηση πολλών ιστοριών πολλών χαρακτήρων, που συγκλίνουν και που εκτυλίσσονται ταυτόχρονα με την Ολυμπιάδα, επηρεασμένες από τα γεγονότα της. Η κυριότερη διαφορά με τις άλλες ταινίες του είναι η αισιοδοξία και η θετική ματιά του, βασισμένες κυρίως στον έρωτα που υποστηρίζει πολλές από της ιστορίες και τους δίνει σάρκα και οστά. Επίσης, διαφέρει από τις υπόλοιπες ταινίες του γιατί είναι πιο ανθρώπινη και, με απλό τρόπο, συναισθηματική. Η μυθοπλασία εκθέτει μικρά ή μεγάλα δράματα και έρωτες, ιστορίες συναισθηματικές, μελοδραματικές ή σκληρές.
Παρόλο που έχει γυριστεί με μια απλή ψηφιακή κάμερα, η ταινία περικλείει μια πλούσια, καλειδοσκοπική φαντασμαγορία, βασισμένη στις εικόνες της μεγάλης και κατ’ ουσίαν λαϊκής γιορτής της Ολυμπιάδας και των διαφόρων όμορφων χώρων και περιοχών της Αθήνας: Εικόνες της Αθήνας να ζει, σε αναβρασμό· με οπτικά ιντερμέδια από διαφορετικές όψεις και γειτονιές, αρχαιολογικούς, νεοκλασικούς ή σύγχρονους χώρους και γιορτές δρόμου. Σημαντική, άρα, διαφορά του φιλμ με τα υπόλοιπα, είναι η πολύχρωμη, πλουμιστή, θεαματική εικόνα και φωτογραφία του…
Κάθε τόσο οι χαρακτήρες, ο ένας μετά τον άλλο, μιλούν στον κινηματογραφικό φακό, για τις επιθυμίες και τις προσδοκίες τους απ’ αυτές τις γιορταστικές μέρες, σαν να δίνουν συνέντευξη (πιθανά στην τηλεοπτική  ρεπόρτερ Μελίνα).
Η φιξιόν παρακολουθεί τους ήρωες από το χρονικό διάστημα του ερχομού τους στην ανάστατη, φωταγωγημένη πόλη, με αεροπλάνο, τραίνο, πλοίο ή λεωφορείο. Τα πρόσωπα αυτά, που παρακολουθούμε σε παράλληλο μοντάζ κατά μόνας ή κατά ζευγάρια, κάποιες φορές συναντιούνται. Τα δύο ζευγάρια και η μικρή κόρη της Διδασκάλου, σχηματίζουν τελικά ένα πεντάγωνο του οποίου οι κορυφές αποτελούνται από την τηλεοπτική δημοσιογράφο Μελίνα (Ματσάγγου) που παρουσιάζει ανθρώπους που ήρθαν να δουν τους Ολυμπιακούς αγώνες· τον εραστή της Νίκο (Χατζηδάκης) που δεν θέλει να κάνει παιδί· το εξαφανισμένο, στους Ολυμπιακούς αγώνες, κοριτσάκι με το οποίο συναντιέται τυχαία και το παίρνει υπό την προστασία του, πράγμα που τον κάνει να αλλάξει άποψη για την πατρότητα· τη μητέρα του χαμένου κοριτσιού (Διδασκάλου) που ανησυχεί και θλίβεται· και τον νεοαφιχθέντα Ελληνορώσο (Β.Ελεύθερος) που την επισκέπτεται μετά από χρόνια και της ζητά να τα ξαναφτιάξουν.
Μέσω μιας Αμερικανίδας δημοσιογράφου που παίρνει συνέντευξη από τη Μελίνα, συνδεόμαστε με ένα τρίτο ζευγάρι, την κόρη της Αμερικανίδας (Ε.Ντούμα) και τον Γαλλοβραζιλιάνο φωτογράφο, που γνωρίζονται και ερωτεύονται στην Ολυμπιάδα. Τελευταίο ζευγάρι, που δεν συνδέεται με τα άλλα, αυτό των Γιαπωνέζων που ήρθαν να παντρευτούν στην Αθήνα, μα το ελληνικό πρακτορείο-μαϊμού τους ξεγέλασε και τους πήρε τα λεφτά χωρίς να τους παράσχει τίποτα. Η Αθήνα των Ολυμπιακών μετατρέπεται σε τόπο συνάντησης διαφορετικών φυλών, πολιτισμών και νοοτροπιών. Σταδιακά, η πολυπλοκότητα της κινηματ.διήγησης και τα θέματά της γίνονται εμφανή…
Η εορταστική, σε εγρήγορση Αθήνα της Ολυμπιάδας μάς παρουσιάζεται σαν μια μεγαλούπολη που κάνει επανεκκίνηση και μετατρέπεται αδιόρατα σε πόλη των θαυμάτων, όπου όλα μπορούν να συμβούν… Κυρίως, να ανθίσει ο έρωτας… Να αλλάξουν οι άνθρωποι άποψη για τη δυνατότητα να αποκτήσουν παιδί και την πατρότητα (απασχολεί τα πέντε πρόσωπα του προαναφερθέντος πενταγώνου συν τον φωτογράφο). Τα πρόσωπα βλέπουν πάρα πολλά τις μέρες των Ολυμπιακών, πράγματα που δεν τα κοίταζαν πριν, σαν να βγήκαν από τα κλειστά όρια του εαυτού τους. Τα ξανανακαλύπτουν όλα από την αρχή, μονάχοι τους. Η ιστορία τους ξαναξεκινά όταν αρχίζουν να αισθάνονται, να βλέπουν και να αγγίζουν εκ νέου. Και γι’ αυτό περιμένουν από τη ζωή τα πάντα (ιδίως οι γυναίκες και οι νέοι)…
Η ταινία δεν είχε την υποδοχή που δικαιούτο, ίσως λόγω της «ιδεολογικοπολιτικού» τύπου προκατάληψης πολλών Ελλήνων προοδευτικών εναντίον της Ολυμπιάδας. Αυτά τα ιδεολογήματα πιθανά να μέτρησαν περισσότερο από κάποιες αδυναμίες της ταινίας, π.χ. την κάπως εσπευσμένη, από αφηγηματική άποψη, απόληξη ορισμένων από τα εξιστορούμενα δράματα, ή την υπερβολικά γλυκιά ερμηνεία της Ντούμα.
Η αλήθεια όμως είναι ότι ο σκηνοθέτης είδε αμερόληπτα, αντικειμενικά και κριτικά -μα με διακριτικό τρόπο- την Ολυμπιάδα: π.χ. ο Νίκος αναφέρεται στην ψύχωση που κατέλαβε τους Έλληνες με τους Ολυμπιακούς, γιατί θέλουν να βάλουν κάτι δυνατό στη ζωή τους που θα τους ξυπνήσει και εξιτάρει. Ο σκηνοθέτης περιγράφει απομυθοποιητικά τη στάση του πρωταθλητή που χάνει την πίστη στο σκοπό του, καταλαμβάνεται από φόβο κι άγχος και τα παρατάει χωρίς να πάρει μέρος. Η ταινία μας λέει ότι οι μέρες είναι γιορτινές, αλλά όχι για όλους… Πως η ζωή, τα προβλήματά της και τα πράγματα που διακόψαμε, μετά το τέλος των αγώνων, δεν θα μας ξεχάσουν και θα είναι πάντα εδώ… Κι ακόμη πως -σύμφωνα με όσα λέει κι η Έλενα (Ντούμα)- οι πλούσιες, χρωματιστές, πολλές εικόνες και φωτογραφίες των ανθρώπων και της ζωής τους, ως αποτυπώσεις παρελθόντων, χαμένων στιγμών, αποθανατίζουν κι αποτυπώνουν το τέλος όλων των πραγμάτων και συνδέονται έτσι με τον θάνατο…
b_215_302_16777215_00___images_1112_athan4.jpg
2000+1 στιγμές
Το 2000+1 στιγμές είναι η πρώτη του πολύ αξιόλογη ταινία πολυπρόσωπης, παράλληλης αφήγησης πολλών μικροϊστοριών. Διαδραματίζεται τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά του 2000, λίγο πριν από μια σημαντική μέρα, την αλλαγή χιλιετίας. Η ταινία παρακολουθεί την πορεία οκτώ προσώπων τις ημέρες του Μιλλένιουμ. Η αφήγηση παρακολουθεί παράλληλα την εξέλιξη αυτών των διαδρομών, που κάποιες στιγμές τέμνονται, και μάλιστα ιδιαίτερα βίαια, ειδικά προς το τέλος, τη στιγμή της αλλαγής του χρόνου: Τότε ο άνεργος, παντρεμένος άντρας δολοφονεί, κατ’ εντολή και για χρήματα, το παράνομο ζευγάρι του έγγαμου, εκβιαζόμενου επιχειρηματία και της εγκύου ερωμένης του.
Και αυτή η ταινία του Αθανίτη περιστρέφεται γύρω από τα θέματα της μοναξιάς και της ανθρώπινης αποξένωσης, ιδιαίτερα των ζευγαριών. Οι ψυχρές, γαλαζωπές εικόνες (εδώ η φωτογραφία είναι πιο λειτουργική από τις απόλυτα μπλε μονοχρωμίες του Τρεις μέρες ευτυχίας) δίνουν πολύ καλά την αίσθηση της παγωμένης μοναχικότητας. Επίσης, οι όψεις της Αθήνας ως παγερής μεγαλούπολης που προετοιμάζεται -με κάποια αποστασιοποίηση- για το Μιλλένιουμ, λεωφόροι, αυτοκίνητα, φώτα, χριστουγεννιάτικα δένδρα κ.λπ., είναι πολύ παραστατικές. Γενικά, τα πλάνα είναι εκφραστικά κι ατμοσφαιρικά.
Το ντεκουπάζ των πλάνων και η σκηνοθεσία, είναι πολύ ελλειπτικά. Τίποτα δεν υπερτονίζεται ή δραματοποιείται, όλα αποδίδονται χωρίς πολλές πληροφορίες και λεπτομέρειες, με λιγοστά λόγια, με εικόνες λιτές και φειδωλές. Μερικές φορές η στόχευση της έλλειψης είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική, ακριβής και διακριτική, όπως τη φορά που ο ηλικιωμένος κάτοικος της άδειας πολυκατοικίας, τη νύχτα της παραμονής πρωτοχρονιάς, χτυπά το κουδούνι του φοιτητή που ξέμεινε μόνος του για να γράψει στο pc τη διπλωματική του, για να του ευχηθεί χρόνια πολλά και να του πει ότι χάρηκε πολύ που έμεινε στην ερημωμένη πολυκατοικία... Ή όταν, για να χαρεί κι αυτός λιγάκι τα Χριστούγεννα, φέρνει ένα αστείο, λιλιπούτειο δενδράκι, που μετά από κάποιο ψάξιμο, τοποθετεί πάνω στην τηλεόραση, η οποία είναι αυτή που συντροφεύει τις μοναχικές στιγμές του…
Τα μοτίβα της μοναξιάς, της απόγνωσης και αποξένωσης, διαπερνούν όλη τη μυθοπλασία και τους χαρακτήρες της: Τον ηλικιωμένο και το φοιτητή της πολυκατοικίας, και την απατημένη σύζυγο την οποία ο φοιτητής παρατηρεί στο απέναντι σπίτι· το ζευγάρι της εργαζόμενης συζύγου και του δυσαρεστημένου άνεργου άντρα της, που τελικά αναλαμβάνει να κάνει, για τα λεφτά, έναν φόνο· του μικρού, άστεγου Αλβανού, που χωρίς γονείς, περιφέρεται στην Αθήνα με μοναδικό σκοπό του να δει στον Λυκαβηττό την εκτόξευση των εορταστικών πυροτεχνημάτων. Η μόνη κάπως ελπιδοφόρα και ζεστή σχέση είναι αυτή του παράνομου ζευγαριού που μαθαίνει ότι περιμένει παιδί, το οποίο όμως δολοφονεί ο άνεργος, εκτελώντας το συμβόλαιο θανάτου…
Άλλη μια έκφραση της βίας και δυστυχίας, είναι η εκμετάλλευση και μιζέρια που βιώνει ο Αλβανός πιτσιρίκος, η εικόνα του οποίου κλείνει αμφίσημα την ταινία και αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην ελπίδα (ο μικρός αγναντεύει τον ουρανό) και τον κίνδυνο και θάνατο (μετά στέκεται, αφημένος, στη μέση του αυτοκινητόδρομου, ανάμεσα στα αυτοκίνητα, με κλειστά τα μάτια)… Γιατί όπως λένε τα τηλεοπτικά επίκαιρα, που βλέπουμε για πολλοστή φορά, στο τέλος του φιλμ, αυτή τη φορά από το Σεράγεβο, πρέπει να ζήσουμε όλοι μαζί, με ειρήνη. Μα, όπως αναρωτιέται, μαζί με την ταινία, μια εικονιζόμενη σχολιαστής, πώς άραγε μπορούμε να νοιώσουμε αισιοδοξία για τα επερχόμενα που δεν μπορούμε να προβλέψουμε;
Σε διάφορες, διάσπαρτες παντού συσκευές, εικόνες από τις ειδήσεις εμφανίζονται κάθε τόσο στις τηλεοράσεις των ανθρώπων ή των μαγαζιών. Εικόνες φτώχειας, μιζέριας, εξεγέρσεων, προετοιμασίας της γιορτής του Μιλλένιουμ, συγκρούσεων ή δυστυχίας, που δίνουν τον τόνο στην ταινία…

Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας
Το Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας (1999) περιγράφει το ανέβασμα του ομώνυμου έργου του Σαίξπηρ από έναν νεανικό θίασο, υπό τη διεύθυνση του νέου σκηνοθέτη Άκη.
Στο φιλμ έχουμε να κάνουμε με πολλά πρόσωπα, μα όχι με παράλληλη αφήγηση, όχι με πολλές ιστορίες διαφορετικών προσώπων που τελικά συγκλίνουν, όπως στα μεταγενέστερα του Αθανίτη. Τα πρόσωπα εδώ συμμετέχουν στην ίδια ιστορία, στην ίδια παράσταση, στο ανέβασμα μιας μοντέρνας διασκευής, και έχουν κοινό (καλλιτεχνικό και συναισθηματικό) αγώνα.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                        
Επειδή το θέμα του έργου είναι ο έρωτας και φορείς του οι νέοι, ο σκηνοθέτης διασκευάζει και μεταφέρει το κλασικό, ρομαντικό θεατρικό έργο στη σύγχρονη εποχή, στην Αθήνα του σήμερα.
Κεντρικός άξονας τόσο του θεατρικού, όσο και των σχέσεων των ηθοποιών είναι οι έρωτες, τα ερωτικά συναισθήματα. Οι ερωτικές επιθυμίες και διαθέσεις των ανθρώπων αλλάζουν, μετατοπίζονται από τον έναν στον άλλον. Οι πόθοι ανταλλάσσονται, ο ένας αγαπά τον άλλη που αγαπά κάποιον άλλον, και μετά οι επιθυμίες και προτιμήσεις επαναδιατάσσονται. Όπως λέει και ο Σαίξπηρ, ο έρωτας σαν παλαβούς κάνει όλους τους θνητούς… Οι ήρωες αγαπούν ή παίζουν; Υποκρίνονται, ακόμη και στους εαυτούς τους, πως αγαπούν; Οι περιπλοκές αυξάνονται, κλιμακώνονται, μα στο τέλος κάπως καταλαγιάζουν…
Η ταινία πραγματεύεται το θέμα της σχέσης τέχνης και πραγματικότητας, ζωής και τέχνης, ή θεάτρου και ζωής. Τα λόγια και οι πράξεις των χαρακτήρων, που είναι ηθοποιοί, ταιριάζουν με τα λόγια του έργου του Σαίξπηρ. Οι διάλογοι και οι σκέψεις των σαιξπηρικών ρόλων και των προσώπων του σήμερα ταιριάζουν ή ταυτίζονται...
Η ταινία βασίστηκε στον αυτοσχεδιασμό. Οι ηθοποιοί διατήρησαν τα πραγματικά ονόματά τους, φορούν τα ρούχα τους χωρίς μακιγιάζ, παίζουν στα σπίτια τους, βάζουν ένα κομμάτι από τους εαυτούς τους στους ρόλους και εν μέρει αυτοσχεδιάζουν. (Ίσως, ο Σολωμός, στο βασικό, κεντρικό ρόλο του σκηνοθέτη της παράστασης, να μην είχε την απαιτούμενη ακτινοβολία). Το σενάριο γράφτηκε από τον Αθανίτη πάνω στους ηθοποιούς, και συνέχισε να δουλεύεται στις πρόβες και τα γυρίσματα, εμπλουτισμένο από τους αυτοσχεδιασμούς των ηθοποιών. Πρόκειται για μικρή παραγωγή, με μικρό συνεργείο, κάμερα στο χέρι, χωρίς φώτα και κατασκευασμένα ντεκόρ.

Kαμιά συμπάθεια για τον διάβολο
Το Kαμιά συμπάθεια για τον διάβολο (1997) είναι μια σύγχρονη, πολύ ερωτική, σκοτεινή και μοντέρνα εκδοχή του μύθου της Ευρυδίκης και του Ορφέα. Πρόκειται για μια πολύ αξιόλογη, ασπρόμαυρη, ζοφερή, ατμοσφαιρική ταινία ερωτισμού και οπτικής, κινηματογραφικής ποίησης. Ο Αθανίτης κατασκεύασε ένα πρωτότυπο, μοντέρνο δημιούργημα, υπέρβασης των συμβατικών μυθοπλαστικών ορίων, ένα κινηματογραφικό πόνημα σκληρό, θανατερό και σκοτεινό. Παραμένοντας συνειδητά στα όρια της μικρής και οικονομικής παραγωγής, επέλεξε μια λιτή, «σκληρή» αισθητική με έντονα κοντράστα, δυνατά, φωτεινά άσπρα και έντονα μαύρα στην εικόνα, απειλητικούς, μυστηριακούς και φθαρμένους βιομηχανικούς χώρους ως ντεκόρ, γυμνά, προκλητικά σώματα σε κατάσταση ερωτικού παροξυσμού, ερωτικής επιβολής ή βίας (από τη μεριά κάποιων δυναστευτικών ανδρών), ή σεξουαλικής επίδειξης (στριπτίζ ή σεξ), έντονη εικαστικότητα, διαλόγους απότομους, απλούς ή ποιητικούς. Το σύνολο συναπαρτίζει ένα απόκοσμο, φετιχιστικό, φορτισμένο σεξουαλικά, βίαιο και μαγικό σύμπαν στα όρια του φανταστικού κινηματογράφου, αν και κινείται μέσα στη βρώμικη, μισοερειπωμένη, νυχτερινή πόλη και τα όριά της (π.χ. βιομηχανικό τοπίο λιμανιού).
Η εκπληκτικά σαγηνευτική κι αισθησιακή Ευρυδίκη (Λένα Κιτσοπούλου), άγριας κι αλήτικης ομορφιάς, που μόλις έχει βγει από τη φυλακή, είναι χωμένη ως τα μπούνια στον κόσμο των μπαρ, των στριπτίζ και των ναρκωτικών. Δουλεύει ή κινείται σε φαστ φουντ, χαμαιτυπεία, ανάμεσα στον υπόκοσμο και τους εκμεταλλευτές του σεξ και του γυναικείου σώματος… Ο Ορφέας (Καζανάς), μποξέρ και ταμίας σε σουπερμάρκετ όπου τη συλλαμβάνει να κλέβει, δεν αργεί να την ερωτευτεί παθιασμένα και σαρκικά. Κάνουν έντονο σεξ και ζουν τον (σουρεαλιστικό) τρελό έρωτα. Όταν η Ευρυδίκη εξαφανίζεται, καταδύεται στην κόλασή της και την αναζητά μέσα στο βρωμερό, ανήθικο (υπό)κόσμο της με σκοπό να την σώσει από τους κινδύνους του ξεπεσμού και των overdose (τελικά πεθαίνει από υπερβολική δόση και τις καταχρήσεις). 

Αντίο Βερολίνο
Η πρώτη μεγάλου μήκους του, το 1994, είναι μια τυπικά ανεξάρτητη ταινία χαμηλού προϋπολογισμού, μινιμαλιστική, ασπρόμαυρη με σκληρά κοντράστα, και ατμοσφαιρική, με μπόλικο διαβρωτικό, αυτοϋπονομευτικό χιούμορ, δεδομένου ότι η ιστορία της εκτυλίσσεται στο χώρο του κινηματογράφου. Χαρακτηρίζεται επίσης για τη μινιμαλιστική παγεράδα της, καθώς και για μια αίσθηση αποτυχίας και απελπισίας, διανθισμένη από (αυτό)σαρκασμό. Έχουμε να κάνουμε με ένα αυτοαναφορικό, σινεφιλ φιλμ που αυτοπαρωδείται.
Αν και μικρή παραγωγή, οι εικόνες του είναι μεστές, λειτουργικές, εικαστικά επεξεργασμένες, και ποικίλουν, ήτοι ξετυλίγονται από το Βερολίνο του τίτλου ως τις περιοχές της Αθήνας. Ο ήρωας της μυθοπλασίας Άλεξ, είναι ένας Έλληνας σκηνοθέτης, που στο Βερολίνο έχει στο ενεργητικό του μια ασήμαντη καριέρα μα και ένα μεγάλο όνειρο, ένα σημαντικό πρότζεκτ κι ένα σενάριο που το γράφει αναλώνοντας τρία χρόνια από τη ζωή του, περιμένοντας μάταια να του βρει παραγωγό ο ελληνογερμανός ατζέντης του. Η πολυπόθητη ευκαιρία θα του δοθεί στη γενέτειρά του Αθήνα, όπου θα βρεθεί, προσκαλεσμένος, σε ένα δωμάτιο ακριβού ξενοδοχείου.
O Άλεξ έχει στιλ, αστείο πρόσωπο και ντύσιμο, ταυτίζεται περίφημα με τον ηθοποιό Π. Θανασούλη, φευγάτο, ποιητικό και παράταιρο όπως ακριβώς ταιριάζει… Η πορεία του διαγράφεται από την προσμονή, την ελπίδα και την απογοήτευση και παραίτηση, έως την διάψευση, την απόρριψη και την καταστροφή, τον θάνατο. Η διάψευση του μεγάλου κινηματογραφικού ονείρου, είναι κοινός τόπος με άλλα πρόσωπα της ιστορίας, π.χ. της Γερμανίδας ηθοποιού που ποθούσε, μάταια, να πάρει μέρος σε μια μεγάλη, αμερικάνικη, χολιγουντιανή παραγωγή. Πολλοί ήρωες τρέφουν μεγάλα κινηματογραφικά όνειρα αναγνώρισης, επιθυμούν να γίνουν σταρ στον τομέα τους, ο Άλεξ, η νεαρή γκαρσόνα που επιλέγει για να υποδυθεί την ηρωίδα του σεναρίου του, ο πατέρας της για λογαριασμό της, η Γερμανίδα ηθοποιός, ακόμη -έμμεσα- και οι παραγωγοί που συναντά.
Η διαδρομή που διανύει είναι διάσπαρτη από ανθρώπους του σινεμά: Ατζέντης, παραγωγοί (εκ των οποίων ο Έλληνας θυμίζει κάπως τον Μαξ Ρόμαν), μια αναγνωρισμένη Γερμανίδα ηθοποιός που απορρίπτει τον κεντρικό ρόλο του, μια νεαρή Ελληνίδα που ονειρεύεται να γίνει σταρ, ο γέρος πατέρας του, πρώην αιθουσάρχης κ.α.…
Το φιλμ είναι, ως ένα βαθμό, και road movie, γιατί περιπλανάται σε διάφορους ψυχρούς, σκοτεινούς, περίεργους και μισοάδειους χώρους. Θυμίζει λίγο τα πρώτα φιλμ του Τζάρμους. Άλλωστε ανάμεσα στους δύο κακοποιούς που παρακολουθούν τον Άλεξ (τους υποδύονται δυο σκηνοθέτες -άλλη μία κινηματογραφοφιλική αναφορά- ο ίδιος ο Αθανίτης και ο Νίκος Τριανταφυλλίδης), ο ένας είναι φτυστός ο Τζάρμους… Κυνηγάνε από λάθος τον Άλεξ, συγχέοντάς τον με έναν άντρα που χρωστά λεφτά στον υπόκοσμο και του μοιάζει ως σωσίας και alter ego του.
Στην πορεία της μυθοπλασίας κάνουν την εμφάνισή τους ένα σωρό απορρίψεις και ματαιώσεις. Έτσι, στο τέλος, αφού το σενάριο εποχής του Άλεξ έχει απορριφθεί από τον παραγωγό ως πανάκριβο και πεπαλαιωμένης σύλληψης, τον δολοφονούν, δίνοντας στο κλείσιμο μια επιπλέον οδυνηρή νότα, μια πικρή γεύση θανατερής αποτυχίας, αν και το δροσιστικό, διαβρωτικό χιούμορ είναι παντού παρόν. 
Το φιλμ έχει, μεταξύ άλλων, και μια διάσταση (γερμανο)εξπρεσιονιστική -όπως και το επόμενο του σκηνοθέτη-, έτσι όπως χρησιμοποιεί τις έντονες αντιθέσεις άσπρου/μαύρου και τις σκιές, για παράδειγμα τη σκιά του Έλληνα παραγωγού που μιλά πίσω από το άσπρο πανί (ο οποίος περιέργως θυμίζει λίγο …Δρ. Μαμπούζε).
Στο φιλμαρισμένο χώρο, στο φόντο, εμφανίζονται συχνά συσκευές τηλεόρασης που παίζουν ταινίες (ακόμη κι ένα παλιό ελληνικό μιούζικαλ) ή βιντεοκλίπ από το ΜΤV, συνήθως χιπ χοπ. Όλα τα παραπάνω συμβάλλουν στη δημιουργία μιας παράξενης, αλλόκοτης ατμόσφαιρας… Όπως διατείνονται ο σκηνοθέτης και ο αιθουσάρχης πατέρας του, στο σινεμά η ζωή γίνεται όνειρο και όλα επιτρέπονται…