Σάββατο 14 Απριλίου 2012

Cine ΡΗΞΗ: ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ

Κωνσταντίνος Μπλάθρας

Πήρα τον ηλεκτρικό για την τελευταία βραδυνή προβολή της καινούργιας ταινίας του Δημήτρη Αθανίτη, Τρεις Μέρες Ευτυχίας. Καθ΄οδόν κόσμος κουρασμένος, σε μια πόλη που, το ανακάτεμα της, το βράδυ ησυχάζει λίγο. Μελαγχολικός κόσμος.
 
Το αστικό τοπίο της Αθήνας, ιδιαίτερα κατά τα απόμερα των μεγάλων λεωφόρων, στις ερημικές διαβάσεις πάνω απ΄τις γραμμές του ηλεκτρικού, στα συννεφιασμένα-που είχαμε κάμποσα φέτος- και τα νυχτερινά, κατά πρόσωπο στις γιγαντοαφίσες των δρόμων στέκεται σαν όψη της ψυχής των ανθρώπων που την κατοικούν. Ενα τοπίο που αναζητά -και έχει- τους ποιητές του, στη μεγάλη οθόνη έχει τον βάρδο του, τον Αθανίτη. Σπουδαγμένος αρχιτέκτονας, ο σκηνοθέτης γίνεται ποιητής εικόνων της πόλης, μέσα από το κυριότερο στοιχείο της, τον κάτοικο της. Με οδηγό την ανθρώπινη τοπογραφία, από το Αντίο Βερολίνο (1994), την πρώτη του ταινία, ταξιδεύει σε μια πόκρυφη Αθήνα, εσωτερικό τοπίο και εξωτερική διάθεση όσων τη διατρέχουν. Πως να ορίσει κανείς κάτι που δεν είναι χειροπιαστό, κάτι τόσο αόριστο όπως η ευτυχία; -Εξ αντιθέτου! Βουτώντας αισθήματα και πρόσωπα σε ένα παγωμένο μπλε, περιγράφοντας το αδιέξοδο, την κατάθλιψη, την μελαγχολία που, σαν πέπλο της νύχτας, επικάθεται στην πόλη.

Είναι μια ακόμη ελληνική ταινία τον καιρό της κρίσης; Οχι. Γιατί αυτή η κρίση των ηρώων του Αθανίτη είναι άλλης υφής και δεν έχει να κάνει μόνο με το αλισβερίσι της οικονομίας, αλλά με την ίδια τη ζωή. Τρεις γυναίκες λοιπόν, η Ιρίνα, μια ρωσίδα πόρνη, που αναζητά την έξοδο από το σκοτεινό τούνελ προς έναν-ονειρικό-Καναδά, η Αννα, μελλόνυμφη, που έρχεται αντιμέτωπη με το άγνωστο της αγάπης, στη σκιά των χωρισμένων της γονιών, και η Βέρα, τελειόφητη στο πτυχίο, αντιμέτωπη με το προσωπείο της ευτυχίας που καταρρέει με την αυτοκτονία της μάνας της. Τρεις γυναίκες λοιπόν, γιατί ανέκαθεν οι γυναίκες άκουγαν καθαρότερα τις προσεισμικές δονήσεις μια κοινωνίας που γκρεμίζεται. Τρεις δαφορετικές τάξεις, επίσης. Ο απόκοσμος της μετανάστευσης και της μαφίας , ο καλός ο κόσμος των αστών και οι υπόλοιποι, οι της μεσαίας, επί το ελληνικότερον μικρομεσαίας, τάξης.

Οχι, για να μην παρεξηγηθώ, ο Αθανίτης δεν κοινωνιολογεί. Κατοικεί με την κάμερα του τόσο κοντά στα πρόσωπα, που δεν μπορεί παρά να οντολογεί, όπως βέβαια, κάθε ποιητής. Αλλά, για να ανοιχτεί στους άνθρώπους ερευνά και ανοίγεται  στα βάθη της πόλης, για να ανασύρει τα τρία πρόσωπα των ηρωίδων-γυναικών του και όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα που τις περιβάλλουν: ο νταβατζής-φίλος, η μάνα μ΄ένα αποστασιοποιημένο πατέρα, ο γαμπρός, κλπ. Γύρω τους ένα πλέγμα από σχέσεις, απόμακρες και τις πιο πολλές φορές βίαιες, σαν συνεπιβάτες όλοι ενός τρένου, που στρέφει ο καθένας το βλέμμα του αλλού, μέχρι να πέσουν ο ένας πάνω στον άλλο σε αναπάντεχο φρενάρισμα. Κι η κάμερα να επιμένει στη γεωγραφία των προσώπων, μέσα σε ένα μπλε, που τα κάνει να μοιάζουν με υδρόγειο η με πρόσωπα στο λυπημένο φως της γεμάτης σελήνης. Κάποτε κι ολόκληρα τα κορμιά γίνονται πορτρέτα φλεγόμενων μελών.

Ο Γιάννης Φώτου στη φωτογραφίαέχει καταγράψει αυτό το φως που οραματίστηκε ο σκηοθέτης, με καθαρότητα, με την ευγένεια ζωγραφικού πίνακα.
Ο Δημήτρης Αθανίτης, που υπογράφει επίσης το σενάριο, δίνει την ιστορία του ελλειπτικά, χωρίς περριτές λεπτομέρειες που θα αποσπούσαν απ΄αυτή την εγγύτητα. Η έλλειψη δεν εμποδίζει στην κατανόηση, αν και ποτέ δεν μπορούμε να καταλάβουμε ακριβώς, ούτε να πλησιάσουμε πολύ. Οπως στη ζωή. Κι ο σκηνοθέτης κρύβει τους λυγμούς. Μόνον η Ιρίνα, η πόρνη, ανοιχτή στο δημόσιο βλέμμα, θα γυμνωθεί και θα κλάψει. Χωρίς ελπίδα άραγε; Μια κραυγή, ένας σπαραγμός, μια αγκαλιά κι ένα κρυμμένο βλέμμα πίσω από μαύρα γυαλιά συνθέτουν το φινάλε. Συνηχούν την απορία του ίδιου του δημιουργού: Η φεύγουσα ευτυχία πως να δεσμευτεί;

Από τόσο κοντά ο ηθοποιός πρέπει να επιστρατεύσει ακόμη και τους πιο άφαντους μιμικούς μύες του προσώπου για να ανταπεξέλθει. Η Κατερίνα Φωτιάδη είναι η Βέρα, η Αλεξάνδρα Αιδίνη η Αννα, και η Νικολίτσα Ντρίζη είναι η Ιρίνα, καλά καθοδηγημένες και εύστοχες στη δύσκολη ερμηνεία τους. Ο Ερρίκος Λίτσης, ο Δημήτρης Αγαρτζίδης, η Λουκία Πιστιόλα, ο Κρις Ραντάνοβ και ο Κώστας Ξυκομηνός από δίπλα υποστηρίζουν τις πρωταγωνίστριες με χαμηλούς τόνους. Η ενδιαφέρουσα μουσική των DNA, καθοδηγημένη κι αυτή στις καίριες στιγμές της δράσης, δίνει την απαραίτητη αναπνοή.

Οι Τρεις Μέρες Ευτυχίας είναι μια ώριμη στιγμή του Δημήτρη Αθανίτη, ο οποίος επιμένει σε ένα προσωπικό κινηματογράφο, χωρίς να περισπάται στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα, που τόσα και τόσα κορμιά του ελληνκού κινηματογράφου έχει φάει. Μόνο που ο επιμένων, σε μια χώρα από καιρό παραδομένη σε μια παραίσθηση ευτυχίας, δεν νικά πάντα. Μα και τη νίκη σαν είναι πλαστή, τι να την κάνεις;

      

ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ: Ανακάλυψα το σινεμά μέσα από το βλέμμα των άλλων

Ο έμπειρος δημιουργός μιλά για την έκτη μεγάλου μήκους ταινία του «Τρεις Μέρες Ευτυχίας», το θυληκό πορτρέτο μιας Αθήνας σε αδιέξοδο, αλλά και για τις σκηνοθετικές επιρροές και τον ημι-ρεαλιστικό κινηματογραφικό του κόσμο. Από τον Γιάγκο Αντίοχο


Γιατί επέλεξες να έχεις τρεις γυναίκες πρωταγωνίστριες;
Οι γυναίκες ζουν πολύ πιο άγρια τις αντιφάσεις που υπάρχουν γύρω μας, ιδίως σήμερα που ο ρόλος τους είναι εξαιρετικά περίπλοκος. Στους καιρούς μας, η γυναίκα πρέπει να είναι τα πάντα, όμορφη, έξυπνη, γόνιμη, επιτυχημένη και να έχει λεφτά. Είναι στα όρια του αδύνατου να ανταπεξέλθει επαρκώς σε όλους αυτούς τους ρόλους. Είναι σχεδόν παρανοικό όλα αυτά που της ζητούνται...
Δεν φοβήθηκες μήπως η απόφαση σου να τριχοτομήσεις τον πρωταγωνιστικό ρόλο δημιουργεί ανισότητες στην αφήγηση;
Ηθελα να κάνω ένα γυναικείο πορτρέτο που ξεπερνά το προσωπικό, το ατομικό. Γι αυτό διάλεξα τρεις γυναίκες από διαφορετικούς κοινωνικούς χώρους και τάξεις. Τελικά όμως πιστεύω ότι με τον τρόπο που οι ιστορίες αλληλεπιδρού και μπλέκονται μεταξύ τους δημιουργούν ένα ερύτερο πορτρέτο της νέας γυναίκας σήμερα.
Οι πρωταγωνίστριες σου δεν είναι ευρύτερα γνωστές. Ηταν μια συνειδητή επιλογή η ζήτημα τύχης;
Ηθελα να βρω τα πρόσωπα που ταίριαζαν σε αυτό που είχα στο μυαλό μου. Αν δω έναν ηθοποιό, ξέρω σε λιγώτερο από ένα λεπτό αν μου κάνει η όχι. Αλλά δεν είναι καθόλου εύκολο να βρεις αυτά τα πρόσωπα. Επίσης, ήθελα στις «Τρεις Μέρες Ευτυχίας» να ανακαλύψω τρεις γυναίκες που να έχουν,άμα τη εμφανίσει, ισχυρή παρουσία, να διαθέτουν ισχυρό ψυχισμό, ο οποίος μπορεί να εκφράσει το ακραίο δράμα που βιώνουν πέρα από τα όρια των ανεπεξέργαστων καθημερινών συμπεριφορών.
Εχεις κινηματογραφήσει την Αθήνα πολλέ φορές και με διαφορετικούς τρόπους...
Με ενδιαφέρει το σινεμά που σε οδηγεί σε κάτι καινούργιο και εν προκειμάνω σε μια νέα όψη αυτής της πόλης. Επίσης με ιντριγκάρει ο φυσικός χώρος ακόμη και στα εσωτερικά. Μου αρέσουν οι βιωμένοι χώροι. Ο φυσικός χώρος κουβαλά τα σημάδια του χρόνου που έχει περάσει.
Ενώ σκηνοθετείς ένα σκληρό δράμα, οι τόνοι παραμένουν σε όλη τη διάρκεια της ταινίας χαμηλοι...
Πιστεύω ότι μέσα από τις σιωπές επιτείνεται το δράμα. Οι χαμηλοί τόνοι είναι τελικά πολύ πιο ισχυροί κι έχουν μεγαλύτερη διάρκεια. Από την άλλη προσπάθησα να τοποθετήσω στην πλοκή κάποιες βραδυφλεγείς σεναριακές βόμβες, οι οποίες και μετά το τέλος της ταινίας εξακολουθούν να παραμένουν ενεργές. Ηθελα με το που πεφτουν οι τίτλοι τέλους να έχει τη δυνατότητα ο θεατής να φανταστεί τη συνέχεια της ταινίας.
Στη στυλιζαρισμένη φωτογραφία σου κυριαρχεί το μπλε. Δεν φοβήθηκες τις αναφορές στην Μπλε Ταινία του Κισλόφσκι;
Το συγκεκριμένο χρώμα εκφράζει ένα συναίσθημα και κατ΄επέκταση τη φορτισμένη κατάσταση των ηρωίδων. Είναι παράλληλα ένας τρόπος να απογυμνωθεί ο ρεαλισμός και να προχωρήσει ο θεατής λίγο πιο μέσα. Οσο για τις όποιες αναφορές στον Κισλόφσκι, να σου πω την αλήθεια δεν τις σκέφτηκα καν. Καλώς η κακώς, ξεκίνησα ως σινεφίλ και ανακάλυψα το σινεμά μέσα από το βλέμμα των άλλων. Από την άλλη όμως πιστεύω ότι έχω τον δικό μου κινηματογραφικό κόσμο και τη δική μου ματιά. Αν με κάλυπταν οι ταινίες που έβλεπα στις αίθουσες, δεν θα γύριζα τις δικές μου. Κάνω σινεμά για να βγάλω στην επιφάνεια πράγματα που σκέφτομαι και δεν τα βλέπω αλλού.

Βασιλική Κάππα: Tρεις Μέρες Ευτυχίας του Δημήτρη Αθανίτη

ΚΟΥΙΝΤΑ ΑRT eMagazine

Η ταινία τρεις ημέρες ευτυχίας, με πλάνα κοντινά, πρόσωπα λουσμένα στο μπλε, όψεις της Αθηναϊκής πόλης, επιλεγμένες ώστε να αναδείξουν ένα αστικό τοπίο που δεν θα  το δει ο μη παρατηρητικός, χαρακτηρίζεται από ιδιότυπη εικαστικότητα. Τα πρόσωπα περιμένουν την ευτυχία, ωστόσο βρίσκονται λίγο πριν από την ανατροπή της προσδοκίας τους και τη διάψευση του ονείρου τους.Τρεις νέες γυναίκες διασταυρώνονται.  
Η Ιρίνα, θύμα του τράφικινγκ, γίνεται άθελα της και θύτης αφού με επίκεντρο τη δική της δραστηριότητα πλέκεται το δίχτυ που σταδιακά κυκλώνει τη ζωή των άλλων δύο. Πρόκειται για τις πελατειακές σχέσεις που έχουν αναπτύξει με την πρώτη τα πρόσωπα του στενού περιβάλλοντος των άλλων δύο ηρωίδων, ο πατέρας της Βέρας και ο μελλοντικός σύζυγος της Άννας. Οι σχέσεις αυτές οδηγούν τη μητέρα της Βέρας στην αυτοκτονία και την ψυχική ηρεμία της Άννας σε κλονισμό, ενώ η Ιρίνα με τη σειρά της δεν καταφέρνει τελικά να πραγματοποιήσει το όνειρο της να διαφύγει στον Καναδά για να γλιτώσει.athanitis1.jpg

Το μπλε χρώμα που διαποτίζει ολόκληρη την ταινία μοιάζει να τις τοποθετεί πίσω από ένα ψυχρό γυαλί για να μας επιτρέψει να τις παρατηρήσουμε χωρίς να ταυτιστούμε. Πρόκειται για μια ανατομία των στιγμών έντασης. Οι χαρακτήρες δεν έχουν παρελθόν και μέλλον, δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα γι’ αυτούς, τους βλέπουμε σχεδόν πάντα σε στιγμές έντασης ή κορύφωσης. Η εσωτερική διαδρομή που έχουν ακολουθήσει προκειμένου να φτάσουν στην κορύφωση είναι κλειστή για τον θεατή, δεν τον κάνει μέτοχο. Αυτό που ενδιαφέρει είναι αυτή καθ’ αυτή η παράθεση των στιγμών που φέρουν τη μεγαλύτερη δυνατή συναισθηματική πυκνότητα, όχι για το θεατή, αλλά για τους χαρακτήρες. Είναι σαν μια σειρά από στιγμιότυπα εσωτερικά κόκκινα, αλλά εξωτερικά ταριχευμένα μέσα στα μπλε φίλτρα της ταινίας. Είναι φανερό πως η ταινία δεν καταφεύγει στην παραδοσιακή λύση της πρόκλησης συγκινησιακής φόρτισης στο θεατή της, αλλά απογυμνώνει τον εαυτό της προτείνοντας ταυτόχρονα δύο αναγνώσεις διαμετρικά αντίθετες μεταξύ τους.

athanitis2.jpgΟι ηρωίδες είναι στην κυριολεξία κορίτσια της διπλανής πόρτας, ούτε καν η Ιρίνα δεν διαθέτει την γοητεία που θα την καθιστούσε φύσει κατάλληλη για το επάγγελμα που ασκεί και άρα ένοχη, αντίθετα είναι και εκείνη προσεκτικά επιλεγμένη ώστε να είναι ισότιμη και αισθητικά συγγενής με τις άλλες δύο. Αδύναμη, θύμα, αθώα και παγιδευμένη σε ρόλους και γρανάζια πάνω στα οποία δεν έχει καμία κυριότητα. Το ότι η Ιρίνα παίζει το ρόλο της πόρνης είναι προϊόν της μοίρας της όχι της θέλησης ή του πληθωρικού ερωτισμού της και ασφαλώς θα μπορούσε στη θέση της να βρίσκεται οποιαδήποτε από τις άλλες δύο ηρωίδες, ή, ίσως, οποιαδήποτε γυναίκα. Ποτέ ούτε για μια στιγμή δεν την αντικρίζουμε ενισχυμένη από την αίγλη μιας έστω λάγνας αμφίεσης. Με σταθερή συνέπεια ο φακός την εκθέτει στα μάτια μας απογυμνωμένη από κάθε στολίδι που θα την έκανε πιο ωραία, με νεότητα κουρασμένη και γύμνια που δεν προκαλεί.
Η ταινία είναι σπονδυλωτή και αρθρωμένη πάνω σε τρεις παράλληλες ιστορίες. Ωστόσο γρήγορα ανακαλύπτουμε ότι οι ηρωίδες συνδέονται μεταξύ τους ή χαρακτηρίζονται από μια βαθύτερη ομοιότητα έτσι ώστε να εκφράζουν τις τρεις εκδοχές του ίδιου πράγματος και εύκολα να μπορούν να αλλάξουν θέσεις μέσα στο σύστημα που τις νοηματοδοτεί δίχως να διαταραχτούν οι ισορροπίες. Ο ρόλος τους στη ζωή καθορίζεται εξολοκλήρου από τη χρήση που έχει ορίσει γι’ αυτές η συγκυρία της πραγματικότητας. Πάνω τους εφαρμόζεται από την κοινωνία η πιο συντηρητική και παραδοσιακή ερμηνεία πάνω στο γυναικείο φύλλο. Έχουμε μπροστά μας την κόρη, την πόρνη και τη νύφη και τις τρεις κατάφωρα βιασμένες από την αντρική παρουσία και τις τρεις δυστυχισμένες εξαιτίας αυτού του βιασμού. athanitis4.jpg

Η μία πόρνη, παρά τη θέληση της, βρίσκεται στο υπόγειο της γυναικείας διαδρομής, ή άλλη, αθώα ακόμη, κόρη μιας γυναίκας απατημένης από έναν πατέρα που ερωτεύεται πόρνες, η τρίτη μελλόνυμφη και σύντομα απατημένη κι αυτή από τον σύντροφο της που σπεύδει να δοκιμάσει την απόλαυση του πληρωμένου έρωτα με την πρώτη ευκαιρία. Είναι μια σύνθεση από ρόλους που θίγει έννοιες και με κριτικό μάτι τεμαχίζει τους παραδοσιακούς γυναικείους ρόλους και τους εντοπίζει στη σύγχρονη πραγματικότητα. Ο έρωτας κάτι παραπάνω από υποκριτικός σ’ έναν κόσμο που κακοποιεί, εμμονικά ποθεί, διαστρεβλώνει, φοβάται, υβρίζει και εκμεταλλεύεται τη γυναικεία οντότητα. Ενώ η έννοια της οικογένειας ισοδύναμη με αυτό που ονομάζουν οικογένεια οι νταβατζήδες που εκδίδουν την Ιρήνα.

athanitis5.jpgΗ αυτοκτονία της μητέρας της Βέρας – ένα αιφνίδιο χτύπημα στην κοιλιά της με το μαχαίρι της κουζίνας την ώρα που με την πλάτη στραμμένη στο θεατή σερβίρει το σύζυγο της για τον οποίο έμαθε ότι την απατά με την Ιρίνα – μοιάζει αδικαιολόγητη όταν προσπαθήσει κανείς να την εξηγήσει, στα πλαίσια της συμμετοχικής κοινής λογικής. «Ποια γυναίκα στην Ελλάδα θα οδηγιόταν στην αυτοκτονία επειδή ανακάλυψε ότι ο σύζυγος της την απατά με μια Ιρίνα;», ειδικά δε όταν η ταινία δεν έχει κάνει τον κόπο να μας παρασύρει στη συγκίνηση, διότι ο σκοπός της δεν είναι αυτός και διότι οι ήρωες της είναι πρωτίστως ένα παζλ εννοιών και συμβολισμών; Μέσα σε αυτό το παζλ είναι φυσικό η μητέρα της Βέρας να αυτοκτονεί γιατί μαζί της αυτοκτονεί και διαλύεται όλο το συντηρητικό οικοδόμημα που έχει ως ακρογωνιαίο λίθο την οικογένεια και ως αντίποδα το πεζοδρόμιο, μαζί της δηλαδή αυτοκτονεί όλο το οικοδόμημα του μεταχριστιανικού έρωτα, για να αρχίσει να αποκαλύπτεται ότι δεν υπάρχει έρωτας μέσα σ’ αυτό, υπάρχει μόνο ψέμα βία διαστροφή και ενοχή.

Ο νεαρός σύντροφος της Άννας, με το αθώο βλέμμα και τη μοντέρνα αισθητική και οι καθωσπρέπει φίλοι του που του πηγαίνουν ως δώρο για το μπάτσελορ πάρτι του την Ιρίνα, μας εκπλήσσουν με την παρεκτροπή τους όταν σε λίγο απειλούν την Ιρίνα με χυδαίο τρόπο και ζωώδεις διαθέσεις. Είναι φανερό πως δεν υπάρχουν «καλά παιδιά», η βία είναι καθολική και συντηρείται κρυφά ή φανερά από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Η οικογένεια παντού και πάντα κρύβει ένοχες ρωγμές και εγκληματικά ψέματα. Ο πατέρας της Βέρας ερωτευμένος με την πόρνη είναι έτοιμος να εγκαταλείψει την οικογένεια του γι’ αυτήν όπως ομολογεί στο βιντεοσκοπημένο από τον ντετέκτιβ υλικό που αποκαλύπτει τις προθέσεις του στη μητέρα της Βέρας και αργότερα στην ίδια τη Βέρα. Ο πατέρας της Άννας, μια ενοχική αμφιλεγόμενη φιγούρα, την κυνηγά ζητώντας της να τον συγχωρέσει για σφάλματα του παρελθόντος που η ταινία δεν μας αποκαλύπτει ποτέ. Η οικογένεια της Ιρίνας την εκδίδει. athanitis6.jpg

Υπάρχει έντονο το στοιχείο της σιωπής. Ίσως μια καταβύθιση στο σιωπηλό και βιασμένο κόσμο των γυναικών όπου πρέπει κανείς να αφουγκραστεί προσεκτικά για να καταλάβει τι τους συμβαίνει. Οι εσωτερικές διαδρομές των ηρωίδων είναι σιωπηλές. Η εικαστική ματιά σύγχρονη και γεμάτη αρχιτεκτονικό πλούτο. Ο αγαπημένος της Ιρίνας  Μίσα, η μόνη ανθρώπινη νότα στο ζοφερό τοπίο των συμβολισμών δολοφονείται στο τέλος για παραδειγματισμό.

athanitis7.jpgΜια ταινία που η ευαισθησία της αποκαλύπτεται με πολλαπλές αναγνώσεις όπως τα νοήματα ενός ποιήματος, που η δομή της δεν «φωνάζει» κι όμως στηρίζει, που οι ηθοποιοί της δεν εκβιάζουν το θαυμασμό κι όμως υποδύονται με αφοσίωση.
 
Μια σεμνή ταινία που oολοκληρώθηκε σε έδαφος όπου δεν διατίθεται νερό για να ποτίσει το δέντρο του κινηματογράφου, ωστόσο κατόρθωσε, όπως και άλλες αξιέπαινες προσπάθειες, να ολοκληρωθεί δίχως να υποχωρήσει ως προς τις καλλιτεχνικές της προθέσεις σαν να είχε όλο το νερό του κόσμου στη διάθεση της. athanitis8.jpg
Η ταινία συνδιαλέγεται καλά με τον θεατή που δεν βαριέται να λύσει τα αινίγματα μιας σκόπιμα ελλειπτικής αφήγησης, η οποία δεν χρησιμοποιεί γέφυρες, περιγραφές και επεξηγήσεις. Η ταινία αναπτύσσεται με τον τρόπο που το κάνει ένα ποιητικό κείμενο που αποκαλύπτεται όσο το διαβάζεις,


Δεν πρόκειται για ταινία που καθηλώνει με ταχύτητα και εντυπωσιασμούς γι’ αυτό θα ανταμείψει το θεατή που θα της δώσει το χρόνο που αναλογεί σε μια ταινία που τη σκεφτόμαστε και μετά.
Σκηνοθεσία:
Δημήτρης Αθανίτης
Σενάριο:
Δημήτρης Αθανίτης
Παίζουν:Αλεξάνδρα Αϊδίνη (Άννα), Νικολίτσα Ντρίζη (Ρήνα), Κατερίνα Φωτιάδη (Βέρα), Δημήτρης Αγαρτζίδης, Ερρίκος Λίτσης, Λουκία Πιστιόλα, Κώστας Ξυκομηνός, Αλεξάνδρα Διαμαντοπούλου, Κωνσταντίνα Ανδριοπούλου

http://koyinta.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=3503&Itemid=29



Τετάρτη 11 Απριλίου 2012

Cineworld: Tρεις Μέρες Ευτυχίας


«Τρεις μέρες ευτυχίας»

Σκηνοθεσία: Δημήτρης Αθανίτης
Σενάριο: Δημήτρης Αθανίτης
Παραγωγή: 2011. Διάρκεια 90΄
 Γράφει ο Αντώνης Τολάκης
« Πως μπορείς κανείς να δώσει σχήμα σε κάτι που δεν υπάρχει; » Αντιμέτωπες με τα αδιέξοδα της ζωής τους, οι τρεις νεαρές ηρωίδες του Αθανίτη κατατρύχονται συνεχώς από αυτό το ερώτημα. Και σχεδιάζουν : η Άννα σχεδιάζει το γάμο της, που στηρίζεται στα ερείπια της διαλυμένης της οικογένειας, η Βέρα το μέλλον της , που σφραγίζεται ανεξίτηλα από το θάνατο της μητέρας της, η Ιρίνα το όνειρο της, που λέγεται απόδραση από την εγκληματική «οικογένεια» που την εκδίδει. Μόνο που σχεδιάζουν για λίγο. Για τρεις μέρες. Όσο χρειάζεται για να διαπιστώσουν τελικά ότι η ευτυχία δεν έχει σχήμα. Κι όσο χρειάζεται για να μας πει ο σκηνοθέτης ότι η ευτυχία έχει μόνο χρώμα.
Ένα παγωμένο μπλε χρώμα που διαποτίζει ,απ΄ άκρη σ΄ άκρη, όλη την ταινία, μονότονο σκοτεινό, σχεδόν απόκοσμο. Ένα ψυχρό φως που διαστέλλει το υπαρξιακό κενό των ηρωίδων, που επιτείνει τις συναισθηματικές αντιφάσεις και τις ψυχολογικές συγκρούσεις τους. Που έλκει τα βλέμματά τους στο εκτός κάδρου πεδίο, ακινητοποιώντας τη μελαγχολική τους διάθεση στο μπλε φόντο της Αθήνας . Σ΄ ένα φόντο αφιλόξενο, άδειο από ανθρώπους αλλά γεμάτο από τσιμεντένιους όγκους κι αυτοκίνητα.
«Όπως το φόντο παραμένει κάτω από το σχήμα, έτσι και το πραγματικό χρώμα εξακολουθεί να υπάρχει κρυμμένο κάτω από τις όποιες εμφανίσεις του » γράφει ο Merleau-Ponty, αρνούμενος να πιστέψει ότι ο κόσμος αποτελείται από χρωματικές ποιότητες, προδιαγεγραμμένης νοηματικής απόδοσης.
Με τον ίδιο τρόπο, ο Αθανίτης αντιτίθεται στο προφανές του ρεαλισμού και οδηγείται στην φαινομενολογική αντίληψη ότι το ΄΄πραγματικό΄΄ χρώμα στην ταινία του είναι η δυνατότητά του να δηλώνει τα πράγματα που ΄΄ενορώνται΄΄, που υποθάλπονται στην κινηματογραφική εικόνα και υπονοούνται, τελικά, ως σύμβολα ή μορφές της ατομικής πολυπλοκότητας. Κι ότι το ΄΄πραγματικό΄΄ χρώμα- το ψυχρό μπλε που ποτίζει κάθε καρέ του φιλμ- είναι ίδια  η αφαιρετική του δύναμη, μια εικαστική αποψίλωση του ρεαλιστικού πεδίου, που λειτουργεί για χάρη ενός άλλου, εσωτερικότερου και βαθύτερου, ικανού να διερευνά το ασυνείδητο και τις προθέσεις της ανθρώπινης ευαισθησίας.
Αρνούμενος την κινηματογραφική εξομοίωση της φυσικής πραγματικότητας, στο βαθμό που είναι ανίκανη να αρθρώσει το βαθύτερο νόημα που επιζητά κάθε γνήσια καλλιτεχνική έκφραση, ο Αθανίτης χρησιμοποιεί το ψυχρό μπλε, ως το ΄΄πραγματικό΄΄ χρώμα μιας ταινίας που φιλοδοξεί να αποσπάσει τα κρυφά νοήματα πέρα από τα δραματουργικά σχήματα του ρεαλισμού. Γι΄ αυτό κινηματογραφεί τα βλέμματα, τις ανεπαίσθητες κινήσεις των σωμάτων, τις αδιόρατες συσπάσεις των μυών. Με κοντινά πλάνα, προσκολλημένα επίμονα στα πρόσωπα, αρνητικά κάδρα, διαβρωμένα από νεκρούς χρόνους και σιωπές, δημιουργεί ένα οπτικό στυλιζάρισμα που σαγηνεύει αλλά κυρίως παγιδεύει: τα κρυμμένα πάθη, τις μύχιες σκέψεις, το ανείπωτο αίσθημα, τα ασχημάτιστα όνειρα. Ή αλλιώς, την ευτυχία.

 http://www.cineworld.gr/?p=2615#.T4XySaB4LYw.facebook

Δημήτρης Αθανίτης: Με κάθε τρόπο σινεμά!



Γράφει: Γιάννης Δεληολάνης στις




Ένας από τους συνεπείς, εργατικούς μα ασυνήθιστους και πρωτότυπους σκηνοθέτες της χώρας, ο Δημήτρης Αθανίτης, μιλά στο cinetime για τη νέα του ταινία Τρεις Μέρες Ευτυχίας… και πολλά ακόμη.
Συνέντευξη στον Γιάννη Δεληολάνη

 - Τι εικόνα έχεις για το έργο σου σαν σύνολο και για την πορεία του; θα το περίγραφες ή θα το "χαρακτήριζες" με κάποιον τρόπο;
Παρουσίασα στην αρχή του χρόνου μια εγκατάσταση-προβολή με θέμα την Αθήνα και υλικό από όλες τις ταινίες μου, με τίτλο Πόλη Κρυμμένη.  Δουλεύοντας τη σύνθεση, συνειδητοποίησα πόσο ενιαία ήταν η εικόνα που έδιναν θραύσματα από τόσο διαφορετικές ταινίες. Οι αντιδράσεις του κοινού ήταν ανάλογες. Εκ πρώτης, η απόσταση ανάμεσα στο Αντίο Βερολίνο και τις 2000+1 Στιγμές μοιάζει τεράστια. Οπως και αυτή ανάμεσα στο Καμιά Συμπάθεια για τον Διάβολο και τις Τρεις Μέρες Ευτυχίας. Γυρίζω τις ταινίες μου ξεκινώντας από βιώματα κι όχι αφηρημένες ιδέες. Προχωρώ από ταινία σε ταινία με το ένστικτο κι όχι τον προγραμματισμό. Δυο χρόνια πριν κάνω τις Στιγμές, δεν φανταζόμουν ότι θα γύριζα μια ταινία με τέτοιο θέμα. Ομως τελικά υπάρχει ένα νήμα που διαπερνάει όλες τις ταινίες. Αλλά είναι ένα νήμα υπόγειο. Η πόλη, τα πρόσωπα, το σώμα είναι κάποιες σταθερές που επανέρχονται.

- Ποιες ιδέες σε έφεραν στις Τρεις Μέρες Ευτυχίας; σε τι διαφέρει από τις προηγούμενες δουλειές σου;
Το σενάριο της τελευταίας ταινίας ξεκίνησε πολύ νωρίς. Ξεκίνησε από την ανάγκη μου να βάλω τις γυναίκες σε πρώτο πλάνο κι αυτή είναι η ιδιαιτερότητά της, μια κι είναι η πρώτη μου “γυναικεία” ταινία. Η θέση της γυναίκας σήμερα μου φαίνεται εξαιρετικά πολύπλοκη και φοβερά δύσκολη. Ταυτόχρονα αυτό τους δίνει μια ιδιαίτερη γοητεία στα μάτια μου.

-Eίσαι ικανοποιημένος από την χρήση του μπλε φίλτρου; γιατί το επέλεξες; χωρίς να "σκοτώνει" τα άλλα χρώματα, έδινε μια τελείως ξεχωριστή αίσθηση στην ταινία.
Η επιλογή του μπλε είναι ουσιαστική κι όχι απλά αισθητική. Αφορά το συναίσθημα που ήθελα να περάσω σε πρόσωπα και χώρους. Την ίδια στιγμή δίνει μια ονειρική διάσταση που με αφορά. Ενας Καναδός κριτικός μίλησε για τη βαμπιρική αίσθηση της ταινίας. Την ίδια αίσθηση είχα κι εγώ την πρώτη φορά που την είδα.

- ....όπως και η μουσική, που δεν "εισέβαλλε", ήταν διακριτική, αλλά χαρακτηρηστική και πολύ αποτελεσματική.
Ξεκίνησα να κάνω την ταινία σχεδόν βουβή. Στην πορεία όμως αισθάνθηκα την ανάγκη για μια μουσική που θα αντικαθιστουσε τον λόγο.

-Tο έργο έδινε την αίσθηση του καλά σχεδιασμένου. πόσο καιρό σου πήρε ο σχεδιασμός του και πόσο η πραγματοποίησή του; πόσο "στρατιωτικά" δούλεψες με τους ηθοποιούς; υπήρχαν πολλές πρόβες ή το παραμικρό περιθώριο για αυτοσχεδιασμό; το σενάριο ούτως ή άλλως ήταν λιτό, και οι χαρακτήρες έπαιζαν πολύ με το βλέμμα...
Είναι πράγματι η πιο σχεδιασμένη ταινία μου κι έχω επενδύσει ατέλειωτες ώρες και μέρες για να την ολοκληρώσω. Οταν έχεις ένα τόσο μικρό μπάτζετ, είσαι υποχρεωμένος να επενδύσεις χρόνο.
Είναι περίπου έξι χρόνια που ξεκίνησε σαν σενάριο κι όλο αυτό το διάστημα βασικά δούλευα τη ταινία. Ενδιάμεσα γύρισα και μια μικρού μήκους, το Μαντόνα Καλεί Φασμπίντερ.
Με τους ηθοποιούς έκανα αρκετές πρόβες, ήξερα καλά τι ήθελα αλλά δεν ήταν πάντα εύκολο. Κι αυτό γιατί οι χαρακτήρες που δημιουργώ δεν έχουν το λεξιλόγιο και τη συμπεριφορά του ανθρώπου της διπλανής πόρτας.
Το βλέμμα είναι για μένα το πιο ισχυρό εκφραστικό μέσο. Το βλέμμα είναι το ίδιο το σινεμά.

-Tι είναι το σεξ στην ταινία;
Το σεξ στις Τρεις Μέρες Ευτυχίας μοιάζει να είναι τα πάντα. Ερωτας, χρήμα, εξουσία, περιφρόνηση, προδοσία.

-Oι τελευταίες σου ταινίες δείχνουν μια εμμονή στην Αθήνα - μοιάζουν όμως με ιδιότυπο χρονογράφημα της ελληνικής κοινωνίας στον 21ο αιώνα....
Οι τρεις τελευταίες ταινίες μου καλύπτουν πράγματι, τρία χρονικά σημεία κλειδιά της δεκαετίας. Το μιλένιουμ, η Ολυμπιάδα, η κρίση. Αν και στις τρεις ταινίες, τα πρόσωπα είναι σε πρώτο πλάνο, ταυτόχρονα σκιαγραφείται μια πόλη, μια κοινωνία, αυτό που υπάρχει κάτω από την επιφάνεια.
Από αυτή την άποψη, οι ταινίες αυτές είναι πολιτικές, όχι με την τρέχουσα αλλά με μια ουσιαστικότερη έννοια. Ομως αυτή h διάσταση υπάρχει και σε παλιότερες ταινίες μου. Το Καμιά Συμπάθεια για τον Διάβολο περιγράφει μια μελλοντική Αθήνα και, 15 χρόνια μετά, δείχνει σημερινό. Η πρώτη μου μικρού μήκους, η Φιλοσοφία (1993) έχει το εξής σενάριο: Οι πόλεμοι στα Βαλκάνια επεκτείνονται (τότε είχε ξεκινήσει στο Σεράγεβο), η ελληνική οικονομία καταρρέει, ο Πρόεδρος κυρήσσει πτώχευση. Μόνη εναπομείνουσα δραστηριότητα: Φιλοσοφία. Τότε κέρδισε Βραβείο Φανταστικού, σήμερα είναι πραγματικότητα!

-Λογαριάζεις κάποιους ανθρώπους από τον ευρύτερο τρόπο της τέχνης σαν επιρροές σου;
Κατά καιρούς με γοήτευσαν πολλοί, όμως πάντα προχώραγα σε νέες ανακαλύψεις. Οι σουρεαλιστές είναι ίσως η μόνη μου αναφορά σαν αισθητική αλλά και σαν ηθική. Επανευφηύραν την ελευθερία, άνοιξαν όλα τα παράθυρα, υπονόμευσαν δημιουργικά τα κλισέ που μας εξουσιάζουν. Και κυρίως τα κλισέ που ονομάζουμε σκέψη.

 -Από σκηνοθέτες;
Ανακάλυψα το σινεμά βλέποντας ταινίες. Μπήκα στο ταξίδι μέσα από τα μάτια άλλων. Υπήρξα φανατικός μαθητής αλλά και εξαιρετικά ασεβής. Ο Μπουνιουέλ με γοητεύει πάντα , όπως και αρκετοί άλλοι. Θυμάμαι ακόμη τις πρώτες ταινίες του Τορνέ και την βουβή δύναμη τους. Θα’ θελα να ξαναγυρίσω από τη δικιά μου σκοπιά κάποιες ταινίες που αγάπησα.

-Παραμένεις καλλιτεχνικά ανήσυχος. βλέπεις μέλλον στις μικρού μήκους, όπου παραμένεις ενεργός, όταν δεν μπορούν να φτάσουν ουσιαστικά στο κοινό;

Δεν βλέπω γιατί να μην έχουν μέλλον οι μικρού μήκους ταινίες. Πάντα θα υπάρχουν ιδέες που  θέλουν λίγο χρόνο να αναπτυχθούν.

-Τι θα ακολουθήσει για σένα;
Εχω πολλά σχέδια και θέλω να γίνω πιο παραγωγικός. Βέβαια, ως γνωστόν δεν υπάρχουν λεφτα.
Ωστόσο, για κάποιο ανεξήγητο λόγο, είμαι πολύ πιο αισιόδοξος από κάθε άλλη φορά!

 

Η Αθήνα των γυναικών στις διαβαθμίσεις της απόγνωσης

Τρεις μέρες ευτυχίας»
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Αθανίτης
Ερμηνεία: Νικολίτσα Ντρίζη, Ερρίκος Λίτσης, Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Κώστας Ξυκομηνός, Κατερίνα Φωτιάδη, Λουκία Πιστιόλα

Μετά την Αθήνα του Μιλένιουμ στις «2000+1 Στιγμές», την Αθήνα των Ολυμπιακών Αγώνων στην «Πόλη των Θαυμάτων», ο Δημήτρης Αθανίτης σκηνοθετεί μια «μοντέρνα» ταινία στην Αθήνα της κρίσης. Ολόκληρη η ταινία είναι βουτηγμένη σε μια απειλητική μπλε ατμόσφαιρα, που «βουλιάζει» τους χαρακτήρες σε μια καταθλιπτική περιδίνηση -για να συναντήσουν άλλωστε μια ολόκληρη κοινωνία. Εικόνες-θραύσματα αστικού τοπίου και εσωτερικού ψυχισμού, φιλμικά «μοτίβα» βγαλμένα από ταινίες του Αντονιόνι και του πρώιμου Βέντερς. Τρεις νέες γυναίκες στη σημερινή Αθήνα ψάχνουν διέξοδο στην «κλειστή» ζωή τους... Η Ιρίνα ετοιμάζεται να φύγει στον Καναδά για να ξεφύγει από την «οικογένειά» της που την εκδίδει. Η Άννα παντρεύεται για να διώξει το φάντασμα της διαλυμένης της οικογένειας, ενώ η Βέρα, στο ξεκίνημα της καινούργιας της ζωής, έρχεται αντιμέτωπη με την κρυμμένη πραγματικότητα τής δικής της οικογένειας. Μέσα σε τρεις μέρες οι πορείες τους διασταυρώνονται και οδηγούνται σε μια βίαιη ενηλικίωση...

 http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=680196

Δημήτρης Αθανίτης: Να πάψουμε επιτέλους να είμαστε θεατές από τον αναπαυτικό, αλλά τρύπιο καναπέ


Τερζής Κ.
Ημερομηνία δημοσίευσης: 08/04/2012
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΤΕΡΖΗ

Οι τρεις τελευταίες ταινίες μου, «2000+1 Στιγμές», «Η πόλη των θαυμάτων», «Τρεις μέρες ευτυχίας», καλύπτουν τρία χρονικά σημεία-κλειδιά της δεκαετίας μέσα από την ιστορία της Αθήνας. Το Μιλένιουμ, η Ολυμπιάδα, η Κρίση. Αν και στις τρεις ταινίες τα πρόσωπα είναι σε πρώτο πλάνο, ταυτόχρονα σκιαγραφείται η πόλη, και μέσα απ' αυτήν μια κοινωνία. Από αυτή την άποψη, οι ταινίες μου είναι πολιτικές...

Ο Δημήτρης Αθανίτης που έχω απέναντί μου είναι ένας άνθρωπος φύσει αισιόδοξος και εξακολουθεί να πιστεύει στα θαύματα. Με την οργανωμένη, "θεσμική" κινηματογραφική παραγωγή στην Ελλάδα των απανωτών Μνημονίων να έχει καταρρεύσει εντελώς, εκείνος επιμένει να κάνει κινηματογράφο και να αναζητεί τη συνάντηση με το κοινό. Με σπουδές Αρχιτεκτονικής στο βιογραφικό του, δεν είναι καθόλου παράξενο που οι πολλαπλές όψεις της Αθήνας επανέρχονται σταθερά στο έργο του: η Αθήνα του Μιλένιουμ και των "μικρών" ιστοριών στις «2000+1 Στιγμές», η Αθήνα της παραζάλης των Ολυμπιακών Αγώνων στην «Πόλη των θαυμάτων», όπου οι ήρωές του κινούνται στο περιθώριο της «μεγάλης γιορτής», δίνοντας προτεραιότητα στις προσωπικές τους ιστορίες και η εικόνα των Αγώνων υπάρχει μέσα στην ταινία μονάχα «διαμεσολαβημένη» από τηλεοπτικές οθόνες -διόλου παράξενο, ο μοναδικός χαρακτήρας που είναι ταυτόχρονα και αθλητής, δεν κατεβαίνει στο στάδιο να αγωνιστεί αλλά φεύγει σαν κλέφτης...
Σήμερα, στο τρίτο μέρος μιας άτυπης τριλογίας για τα πάθη της αθηναϊκής μητρόπολης και τις προσωπικές μυθολογίες που εμφιλοχωρούν στο περιβάλλον της, ο Δημήτρης Αθανίτης σκηνοθετεί μια γοητευτική ταινία υπαρξιακής βυθομέτρησης στην Αθήνα της κρίσης. Ταινία βουτηγμένη σε μια απόκοσμη, απειλητική μπλε ατμόσφαιρα, που «βουλιάζει» τους χαρακτήρες σε μια καταθλιπτική περιδίνηση -για να συναντήσουν άλλωστε μια ολόκληρη κοινωνία. Εικόνες-θραύσματα αστικού τοπίου και εσωτερικού ψυχισμού, φιλμικά «μοτίβα» βγαλμένα από ταινίες του Αντονιόνι και του πρώιμου Βέντερς. Τρεις νέες γυναίκες στη σημερινή Αθήνα ψάχνουν διέξοδο στην «κλειστή» ζωή τους: Η Ιρίνα ετοιμάζεται να φύγει στον Καναδά για να ξεφύγει από την «οικογένειά» της που την εκδίδει. Η Άννα παντρεύεται για να διώξει το φάντασμα της διαλυμένης της οικογένειας, ενώ η Βέρα, στο ξεκίνημα της καινούργιας της ζωής, έρχεται αντιμέτωπη με την κρυμμένη πραγματικότητα της δικής της οικογένειας. Μέσα σε τρεις μέρες οι πορείες τους διασταυρώνονται και οδηγούνται σε μια βίαιη ενηλικίωση...

* Πώς μπήκες στον χώρο του κινηματογράφου; Πώς ήταν τα πρώτα σου βήματα, οι πρώτες σου απόπειρες;
Στον κινηματογράφο έπεσα με αλεξίπτωτο... Κανένας από τους γνωστούς τρόπους έκφρασης δεν με ικανοποιούσε. Γύρισα ανεξάρτητα την πρώτη μου μικρού μήκους, «Φιλοσοφία» (1993), και αμέσως μετά, την επόμενη χρονιά, το «Αντίο Βερολίνο». Η επιτυχία του, μου έδωσε τη δυνατότητα να συνεχίσω. Γύρισα έξι ταινίες με ένα μοντέλο ανεξάρτητης παραγωγής, που σήμερα τείνει να γίνει ο κανόνας.

* Θυμάσαι ποια ήταν η στιγμή που είπες στον εαυτό σου «θα κάνω σινεμά»;
Σε εκείνο το μαγικό σινεμά, το "Αλκαζάρ", είχα δει ένα καλοκαίρι τον "Κομφορμίστα" του Μπερτολούτσι και εκεί, για πρώτη φορά, είδα λίγο διαφορετικά τα πράγματα...

* Πώς ξεκίνησε η ιδέα για την τελευταία σου ταινία;
Η ιδέα για τις «Τρεις μέρες ευτυχίας» ξεκίνησε από την ανάγκη μου να πλησιάσω τις γυναίκες με μια ταινία, όχι εξωτερικά, αλλά "από μέσα". Ακούγεται αντιφατικό, ίσως, μια γυναικεία ταινία από μια αντρική ματιά; Για μένα, οι γυναίκες σήμερα ζουν πολλαπλά τις αντιφάσεις της κοινωνίας μας, ο ρόλος τους είναι πιο περίπλοκος. Και ταυτόχρονα παραιτούνται πιο δύσκολα από το όνειρο της ευτυχίας.

* Κατά κάποιο τρόπο είσαι σκηνοθέτης γυναικών...
Στην εποχή μας η γυναίκα πρέπει να είναι τα πάντα, όμορφη, έξυπνη, πετυχημένη... Είναι σχεδόν παρανοϊκό, δεν μπορεί να αντεπεξέλθει σε όλους αυτούς τους ρόλους...

* Οι ηρωίδες σου είναι τυλιγμένες σε ένα απόκοσμο μπλε...
Το μπλε είναι το πιο ψυχρό χρώμα. Γι’ αυτό είναι τόσο δυνατές οι συγκινήσεις που μεταφέρει. Αν θα 'πρεπε να περιγράψω με μία μόνο λέξη το συναίσθημα που δίνει, θα έλεγα "ανάταση". Στα αγγλικά, το blue, δηλώνει μια κατάσταση μελαγχολική. Ωστόσο η ταινία δεν έχει κάτι μελαγχολικό, ίσως κάτι κλινικό, απόκοσμο. Τις ιστορίες τις είχα γράψει πριν κάνω την «Πόλη των θαυμάτων» και τις δούλεψα αργότερα. Πού συναντιέμαι με αυτές τις γυναίκες; Θα μπορούσα σε ένα βαθμό να φανταστώ τον εαυτό μου στη θέση τους...

* Η πόλη, η Αθήνα συγκεκριμένα, επανέρχεται ως άξονας αναφοράς στις ταινίες σου. Ποια είναι η σχέση σου με την πόλη και πώς τη φιλμάρεις;
Η πόλη είναι από τα πράγματα που με ενδιαφέρουν στο σινεμά, για μένα είναι το ίδιο σημαντική όσο και τα πρόσωπα, ή, για την ακρίβεια, αντιλαμβάνομαι την πόλη ως μια γεωγραφία προσώπων. Οι τρεις τελευταίες ταινίες μου, «2000+1 Στιγμές», «Η πόλη των θαυμάτων», «Τρεις μέρες ευτυχίας», καλύπτουν τρία χρονικά σημεία-κλειδιά της δεκαετίας μέσα από την ιστορία της Αθήνας. Το Μιλένιουμ, η Ολυμπιάδα, η Κρίση. Αν και στις τρεις ταινίες τα πρόσωπα είναι σε πρώτο πλάνο, ταυτόχρονα σκιαγραφείται η πόλη, και μέσα απ' αυτήν μια κοινωνία. Από αυτή την άποψη, οι ταινίες μου είναι πολιτικές...

* Ποια είναι η μέθοδος δουλειάς σου; Με ποιον τρόπο πλησιάζεις τα πρόσωπα, αλλά και τους χώρους στους οποίους κινούνται και τελικά φαίνεται να τα καθορίζουν;
Οι χώροι, πάντα φυσικοί, κινηματογραφούνται στις ταινίες μου σαν πρόσωπα. Προσπαθώ να πιάσω την υπόκωφη αναπνοή τους, τα υπόγεια σημάδια ζωής. Νιώθω την ανάγκη να καταγράψω, αλλά και να αγγίξω το τι υπάρχει κάτω από την επιφάνεια. Στις «Τρεις μέρες ευτυχίας» υπάρχει μια γεωγραφία χώρων που αντιστοιχεί στην ταξική γεωγραφία των προσώπων. Επιλέγω χώρους κομβικούς, χώρους - περάσματα και τους κινηματογραφώ προσπαθώντας να βγάλω τη συμπυκνωμένη ενέργειά τους, πέρα από έναν επιδερμικό ρεαλισμό.

* Πώς βιώνεις την Ελλάδα του Μνημονίου ως καλλιτέχνης-σκηνοθέτης, αλλά και ως πολίτης; Τι πιστεύεις ότι έρχεται ως επόμενη μέρα;
Η οικονομική κρίση που ζούμε είναι η κορυφή ενός παγόβουνου. Υπάρχει μια βαθιά κρίση αξιών, που έρχεται αργά-αργά στην επιφάνεια. Αυτό είναι για μένα το πιο ουσιαστικό. Ζούσαμε και ζούμε μέσα σε ψέματα. Κι αυτός ο πλαστός κόσμος γύρω μας έχει χτιστεί μέσα σε δεκαετίες, δεν δημιουργήθηκε μέσα σ' ένα βράδυ. Πλαστές αξίες προβλήθηκαν, αποθεώθηκαν, κυριάρχησαν. Και βέβαια δεν είναι τυχαία η σιωπή των περισσότερων καλλιτεχνών τώρα. Οι «Τρεις μέρες ευτυχίας» δίνουν τη δική μου απάντηση, στάση ζωής. Είναι μια σκληρή ταινία, γιατί είναι πολύ σκληρά αυτά που αισθάνομαι να συμβαίνουν γύρω μου. Η επόμενη μέρα; Νομίζω είναι κάτι το άγνωστο. Σίγουρα είναι δύσκολο να προσδιοριστεί πόσο βίαιη θα είναι... Ωστόσο είμαι φύσει αισιόδοξος γιατί θέλω να εξακολουθήσω να δουλεύω και να δημιουργώ.

* Ποια είναι ή θα έπρεπε να είναι η σχέση των δημιουργών του κινηματογράφου με την κρατική χρηματοδότηση; Εννοώ, μήπως πρέπει σήμερα να αναζητηθεί ένα νέο μοντέλο παραγωγής αλλά και σχέσεων με το κράτος; Και ξέρω ότι απευθύνομαι σ' έναν σκηνοθέτη που προέρχεται από την ανεξάρτητη παραγωγή...
Η κρατική επιχορήγηση χρειάζεται, αλλά βοηθητικά... Η απόλυτη εξάρτηση από την κρατική υποστήριξη τις προηγούμενες δεκαετίες οδήγησε σε έναν ευνουχισμένο και τελικά νεκρό κινηματογράφο. Το ζητούμενο σήμερα είναι ένα υγιές πολυσυλλεκτικό μοντέλο παραγωγής ως προς τις πηγές χρηματοδότησης...

* Ήσουν από τους πρωτεργάτες της "Ομίχλης" λίγα χρόνια πριν, συμμετείχες στην ίδρυση της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου... Σήμερα, από τη συλλογικότητα της "Ομίχλης" φαίνεται να μην έχει μείνει τίποτε, ο νόμος Γερουλάνου που υποστήριξε, μένει ανενεργός. Τι πήγε στραβά;
Η "Ομίχλη" ήταν η αντίδραση των κινηματογραφιστών στο σαθρό σύστημα που κυριαρχούσε στον χώρο του κινηματογράφου με τα στημένα βραβεία και την κατευθυνόμενη κρατική εξάρτηση, που είχε οδηγήσει το ελληνικό σινεμά στο τέλμα. Στην ουσία, οι ομιχλιστές ήταν οι πρώτοι Αγανακτισμένοι, προτού ακόμη αντιδράσει όλη η Ελλάδα. Μόνο που δεν ήταν απλώς μια διαμαρτυρία, αλλά και μια πρόταση. Η "Ομίχλη" ζήτησε εξυγίανση και εκσυχρονισμό όλων των κινηματογραφικών θεσμών, αμφισβητώντας την κρατική αυθεντία. Κυρίως, όμως, πήρε πρωτοβουλίες. Γι' αυτό κι έγινε σημείο αναφοράς. Τι έμεινε σήμερα; Αυτό που έμεινε από την "Ομίχλη" είναι η δημιουργία της Ακαδημίας, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό. Ο νόμος έμεινε ανενεργός λόγω έλλειψης χρηματοδότησης, αλλά και διότι ο πολιτισμός εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται στη χώρα μας σαν κάτι σχεδόν περιττό...

* Ποια πιστεύεις ότι θα μπορούσε να είναι μια σύγχρονη πρόταση για το μέλλον του ελληνικού κινηματογράφου; Βλέπουμε ότι οι νέοι δημιουργοί τα τελευταία χρόνια αποσπούν συνεχώς διεθνείς διακρίσεις, ωστόσο δεν έχουν καταφέρει να συγκινήσουν εξίσου το ελληνικό κοινό.
Για μένα η απάντηση είναι απλή, περισσότερο σινεμά! Σινεμά χωρίς μαγεία, χωρίς ταξίδι, δεν υπάρχει. Το αξιοπερίεργο, η πρόκληση, ο απλός ρεαλισμός γρήγορα εξαντλούνται...

* Να γίνω πιο συγκεκριμένος: Σε αντίθεση με ό,τι θα περίμενε κανείς σε περιόδους κρίσης, στην Ελλάδα δεν έχουμε μέχρι στιγμής παρά ελάχιστα έργα ενός «κοινωνικού» κινηματογράφου, που θα αφουγκράζεται τι συμβαίνει γύρω του, αλλά, αντίθετα, βλέπουμε να ξεχωρίζει και να επιβραβεύεται, ιδιαίτερα στα φεστιβάλ του εξωτερικού, ένα φορμαλιστικό σινεμά (π.χ. "Άλπεις" του Λάνθιμου, "L" του Μακρίδη) που θα μπορούσε να προέρχεται σχεδόν από οποιαδήποτε χώρα. Πώς το σχολιάζεις;
Η ερώτησή σου αυτή μάλλον πρέπει να τεθεί στα ξένα φεστιβάλ που πριμοδοτούν ένα φορμαλιστικό, όπως λες, ελληνικό σινεμά. Ωστόσο υπάρχει και ένα σινεμά κοινωνικής καταγραφής. Το θέμα είναι πώς αντιμετωπίζεται όταν δεν κινείται στα αποδεκτά κλισέ. Η πρώτη μικρού μήκους μου, η «Φιλοσοφία», μιλούσε στα 1993 για την κρίση της ελληνικής οικονομίας, με αφορμή τον πόλεμο στο Σαράγεβο, και κατέληγε με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να κηρύσσει πτώχευση. Τότε η ταινία πήρε το Βραβείο Φανταστικού, σήμερα είναι πραγματικότητα... Σήμερα, οι «Τρεις μέρες ευτυχίας» πιστεύω ότι επιχειρούν μια βαθιά, επώδυνη τομή στο κεφάλαιο που λέγεται οικογένεια. Είναι κοινός τόπος ο καταστροφικός ρόλος των πολιτικών οικογενειών, που «κληροδοτούν» την εξουσία, όμως ποιος είναι και ο ρόλος της μέσης ελληνικής οικογένειας; Πόσο αντέχουμε να βάλουμε τον καθρέφτη μπροστά μας;

* Πριν από λίγες μέρες ένας άνθρωπος αυτοκτόνησε στην πλατεία Συντάγματος, έχει τεράστια σημασία ότι επέλεξε να στείλει το εκκωφαντικά τραγικό του μήνυμα ακριβώς στο κέντρο της πόλης, όχι στο σπίτι του, μόνος του...
Αν έκανα ένα σχόλιο γι' αυτό το φοβερό γεγονός, την αυτοκτονία του συνταξιούχου στο
Σύνταγμα, ως σύμπτωμα της κρίσης, θά 'λεγα ότι το συναίσθημα δεν πρέπει να καλύψει πάλι τη σκέψη. Είναι καιρός να σκεφτούμε. Και να πάψουμε να είμαστε θεατές από τον αναπαυτικό, αλλά τρύπιο πια, καναπέ μας. Τολμώ να πω ότι αυτός ο άνθρωπος θα μπορούσε να είναι χαρακτήρας στις «Τρεις μέρες ευτυχίας», γιατί, κάτω από αυτό τον τελικά καυστικό τίτλο, παρακολουθώ τρεις γυναίκες που δεν διστάζουν να χτυπήσουν το κεφάλι τους στον τοίχο, αρνούμενες αυτό που τους έχει επιβληθεί από το περιβάλλον...

(Η ταινία "Τρεις μέρες ευτυχίας" του Δημήτρη Αθανίτη προβάλλεται στον κινηματογράφο "Μικρόκοσμος").

 http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=680832

Νίνος Φένεκ Μικελίδης: Η έκλειψη των αισθημάτων


 

ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ
Ελλάδα, 2011. Σκηνοθεσία-σενάριο: Δημήτρης Αθανίτης. Ηθοποιοί: Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Κατερίνα Φωτιάδη, Νικολέτα Ντρίζη, Ερρίκος Λίτσης, Λουκία Πιστιόλα, Κρις Ραντόνοφ.

Το σεξ, η έλλειψη επαφής, η μοναξιά, τα χαμένα όνειρα, αλλά και το χρήμα και ο θάνατος είναι τα βασικά θέματα της ταινίας «Τρεις μέρες ευτυχίας» του Δημήτρη Αθανίτη. «Πόσο κρατάει η ευτυχία;», ρωτάει μια από τις νεαρές ηρωίδες. «Ένα λεπτό; μια ώρα; μια μέρα;» Στην ερώτηση αυτή προσπαθεί να απαντήσει ο σκηνοθέτης μέσα από τα στιγμιότυπα της ζωής τεσσάρων γυναικών: τριών νεαρών κοριτσιών και μιας μεσήλικης γυναίκας. Η μια, υπάλληλος σε βιβλιοπωλείο, ετοιμάζεται να παντρευτεί τον εκλεκτό της καρδιάς της, που την παραμονή του γάμου τους την απατά με μια πόρνη, την Ιρίνα (σ’ ένα είδος βιαστικού bachelor party που διοργανώνουν γι’ αυτόν δυο φίλοι του), η άλλη, η πόρνη, με μια δήθεν σταθερή σχέση μ’ έναν ηλικιωμένο που, για χάρη της, είναι έτοιμος να εγκαταλείψει την οικογένειά του, ενώ η Ιρίνα ονειρεύεται να φύγει κάποτε για τον Καναδά και που βλέπει τα όνειρά της να καταρρέουν, όταν ο νταβαντζής και οι «προστάτες» της την αναγκάζουν να επιστρέψει στους κόλπους της «οικογένειας», με την τρίτη, που έχει πέσει σε κατάθλιψη, σύζυγο του εραστή της Ιρίνας, να οδηγείται στην αυτοκτονία, ενώ η κόρη της επιστρέφει από τις σπουδές της στο πανεπιστήμιο για ν’ ανακαλύψει την αλήθεια για τους αποξενωμένους γονείς της.

Οι ιστορίες εκτυλίσσονται σε μιαν Αθήνα που παίζει κυρίαρχοι ρόλο στην ταινία, με τους αφιλόξενους δρόμους, τους βουτηγμένους στα βουητά αυτοκινητόδρομους, τις γέφυρες πάνω από τις γραμμές του τρένου, τα απρόσωπα δωμάτια των ξενοδοχείων, όλα φωτογραφημένα έτσι που να δημιουργούν μιαν αλλόκοτη ατμόσφαιρα, στην οποία συμβάλλει και η μονοχρωμία των εικόνων, δίνοντας την εικόνα μιας αφιλόξενης πόλης.
Με μια κάμερα που επιμένει στα κοντινά, συχνά γκρο πλάνα των προσώπων, ώστε να τονίζεται άλλοτε ένα ένοχο βλέμμα, άλλοτε η μοναξιά και η αναποφασιστικότητα, άλλοτε η ελπίδα ή η χαρά κι άλλοτε η λύπη και η απόγνωσή τους (σε μιαν από τις πιο πετυχημένες και εντυπωσιακές σκηνές, βλέπουμε σε γκρο πλάνο το ένα μάτι της Ιρίνας που, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, περιμένει την αντίδραση του νταβατζή της), με λιγοστούς, μινιμαλιστικούς διαλόγους, με τη σιωπή συχνά να κυριαρχεί στις σκηνές (αναφέρω υποδειγματικά εκείνη με τον ηλικιωμένο σύζυγο και τα λουλούδια, ή εκείνη με τη γυναίκα του να τον σερβίρει σ’ ένα σιωπηλό δείπνο πριν από την αυτοκτονία της συζύγου), ο σκηνοθέτης έφτιαξε ένα ψηφιδωτό της ζωής μιας μικροαστικής, οδηγημένης σε πολλαπλά αδιέξοδα, κοινωνίας, που δεν είναι αμέτοχη στην όλη κοινωνική/οικονομική/πολιτική κρίση. Μια ταινία που δείχνει πως ο νέος ελληνικός κινηματογράφος, παρά τα εμπόδια και τις κατά καιρούς παλινωδίες, έχει ακόμη πολλά, συχνά συναρπαστικά, να μας πει.
                                                                                                                                                                     Νίνος Φένεκ Μικελίδης

Συνέντευξη: Ερρίκος Λίτσης (Τρεις Μέρες Ευτυχίας) 04 Απριλίου 2012 | SevenArt.gr



Πόσες μέρες ευτυχίας χρειάζονται στον καθένα μας ώστε ν’ αντέξει το σημερινό προβληματικό σκηνικό στην καθημερινότητα του;

Προσωπικά δεν χρειάζομαι καμιά μέρα ευτυχίας για ν’ αντέξω. Η ευτυχία, άλλωστε, είναι υποκειμενική, μια εσωτερική κατάσταση του καθένα. Είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν πολλοί που είναι ευτυχισμένοι, ή καλύτερα χαρούμενοι, με το “σημερινό προβληματικό”, όπως λες, σκηνικό  της πραγματικότητας.


Είναι τόσο δύσκολο για έναν άντρα να κατανοήσει τον γυναικείο ψυχισμό; Τι απαιτείται κατά τη γνώμη σου; Ή μήπως τελικά κι αυτός είναι ένας ακόμη διαχρονικός αστικός μύθος;

Ναι, πιστεύω ότι είναι δύσκολο. Μια καλή αρχή είναι να καταλάβουμε ότι οι γυναίκες έχουν διαφορετικό ψυχισμό κι ότι δεν είναι ένας ακόμη διαχρονικός αστικός μύθος. Σαφώς και οι ψυχισμοί ανδρών και γυναικών έχουν κοινά χαρακτηριστικά, όμως κατά βάση είναι διαφορετικοί. Δεν το λέω εγώ. Το λέει και η σύγχρονη ψυχολογία.


Μίλησε μου για τις γυναίκες στην ταινία του Δημήτρη Αθανίτη. Πως παρατήρησες την καθεμιά τους και πως θα τις χαρακτήριζες; Θα τις έκρινες για τις επιλογές τους;

Πιστεύω βαθιά μέσα μου ό,τι κατά βάση ο άνθρωπος-άνδρας ή γυναίκα κάνει τις επιλογές που θέλει και αναλόγως με την ωριμότητα του. Οπότε ας μη κρίνουμε για να μη κριθούμε, που λένε κι οι Γραφές. Οι γυναίκες στις “Τρεις Μέρες Ευτυχίας” καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα χαρακτήρων κι εγώ, όσες γνώρισα σαν ρόλους, τις αγαπώ όλες. Και την πεθερά μου και τη γυναίκα μου και την κόρη μου και την ερωμένη μου. Δεν έχω να πω κάτι άλλο γι αυτές.


Κι ο δικός σου χαρακτήρας; Είναι πραγματικός; Υπάρχει, πιστεύεις; Τον έχεις συναντήσει ποτέ στην καθημερινότητα σου;

Θα είναι παράλογο, παράξενο να μην υπάρχει και στη ζωή ένας ανάλογος του ρόλου μου χαρακτήρας. Δεν τον έχω συναντήσει έτσι όπως εννοείς, στην καθημερινότητα μου, όμως στοιχεία του αναγνωρίζω όταν κοιτιέμαι καμιά φορά στον καθρέφτη. Πάντως, ανάλογες αληθινές ιστορίες σαν της ταινίας, έχω ακούσει.


Πες μου τρεις λέξεις που χρειάζονται, οπωσδήποτε, τα σημερινά ζευγάρια για να αντέξουν στο χρόνο.

Αγάπη, ερωτισμός, ειλικρίνεια.


Η Αθήνα είναι μια πόλη που μπορεί να κάνει τον κάτοικο της ευτυχισμένο;


Σίγουρα το περιβάλλον που ζούμε παίζει ρόλο στην “ευτυχία” μας και, υπό αυτή την έννοια, υπάρχουν σημεία και μέρη στην Αθήνα που μπορούν να σου δώσουν την αίσθηση της ευτυχίας, όχι όμως και να σε κάνουν ευτυχισμένο.


Τι είναι αυτό που ορίζει τη δική σου ευτυχία, σε όλα τα επίπεδα, προσωπικά, επαγγελματικά, κοινωνικά;

Θα δανειστώ τον ορισμό ενός σύγχρονου φιλοσόφου, που δυστυχώς δεν συγκράτησα το όνομα του, που είδα και άκουσα στην τηλεόραση. “Ευτυχία είναι η βεβαιότητα ότι βρίσκεσαι στον σωστό δρόμο”. Τον βρήκα πολύ εύστοχο. Με δικά μου λόγια θα έλεγα, να τα έχεις καλά με τον εαυτό σου.


Έχεις πρωταγωνιστήσει σε αρκετές ταινίες του σύγχρονου ελληνικού σινεμά. Θεωρείς ότι υπάρχει εξέλιξη, πρόοδος, μια διαφορετική ματιά, μια άνοδος, σε σύγκριση με το ελληνικό σινεμά της δεκαετίας του 1990, ας πούμε;

Την τελευταία δεκαετία ο ελληνικός κινηματογράφος ασχολήθηκε με θέματα που ήταν και λίγο ταμπού παλαιότερα. Οικογένεια, ομοφυλοφιλικές σχέσεις, ρατσισμός και άλλα. Με λιγότερη ή περισσότερη επιτυχία, ως προς αυτό υπάρχει μια θετική εξέλιξη, μια πρόοδος.


Το ελληνικό σινεμά μπορεί να γίνει πιο ελκυστικό στο εμπορικό κύκλωμα του εξωτερικού κι όχι μόνο στα σινεφίλ φεστιβάλ;


Τώρα για να γίνει ελκυστικό στα εμπορικά κυκλώματα του εξωτερικού, όπως λες, κι όχι μόνο στα σινεφίλ φεστιβάλ, τα οποία βέβαια δεν πρέπει να υποτιμούμε, χρειάζονται και άλλα πολλά που δεν είναι του παρόντος.

novacinema: Νικολίτσα Ντρίζη: Ψάχνει την ευτυχία με 3 διαφορετικούς άντρες!


28/03/2012 07:21
Τρεις ημέρες ευτυχίας, για τρεις διαφορετικές γυναίκες, τις Νικολίτσα Ντρίζη, που κάνει μαλλιά κουβάρια τις ζωές των ανδρών, Κατερίνα Φωτιάδη και Αλεξάνδρα Αϊδίνη. Οι δικές τους ημέρες ευτυχίας είναι αυτές που παρουσιάζει το έργο "Τρεις μέρες ευτυχίας", στο οποίο πρωταγωνιστεί και ο γνωστός από το "Σπιρτόκουτο" και το "Ψυχή στο στόμα" του Οικονομίδη Ερρίκος Λίτσης.
Η Νικολίτσα Ντρίζη ερμηνεύει μία κοπέλα ελαφρών ηθών, η οποία έχει όνειρο να μαζέψει κάποια λεφτά και να μεταναστεύσει με τον φίλο της στον Καναδά. Αυτή η κοπέλα εμπλέκεται στη ζωή τριών ανθρώπων. Ο Ερρίκος Λίτσης παίζει έναν από αυτούς, έναν παντρεμένο, που την ερωτεύεται και αντιμετωπίζει προβλήματα με τον γάμο του, καθώς ερωτεύεται τη μικρή. Επίσης, η κοπέλα μπλέκει και με έναν νεαρό, που κάνει ένα μπάτσελορ πάρτι και αυτό είναι αφορμή να χωρίσει με την κοπέλα του.

Έχει κάποιον ερωτισμό η ταινία, «του αγοραίου σεξ» όπως το χαρακτηρίζει ο πρωταγωνιστής της ταινίας Ερρίκος Λίτσης. Το σενάριο και σκηνοθεσία για το «3 μέρες ευτυχίας» υπογράφει ο Δημήτρης Αθανίτης. Η ταινία θα βγει στις αίθουσες 5 Απριλίου.

Πρωταγωνιστούν:
Νικολίτσα Ντρίζη, Ερρίκος Λίτσης, Αλεξάνδρα Αιδίνη, Κώστας Ξυκομηνός, Κατερίνα Φωτιάδη, Λουκία Πιστιόλα.

Μουσική:DNA lab
Φωτογραφία:Γιάννης Φώτου
Art direction:Αση Δημητρουλοπούλου,
Μοντάζ:Σταμάτης Μαγουλάς
Παραγωγή:Dna films, EKK.

ELLE

 
ΤΑΙΝΙΑ: Τρεις Ημέρες Ευτυχίας
Σε μια πόλη που βρίσκεται σε παρακμή, τρεις νέες γυναίκες αναζητούν διέξοδο. Η Ιρίνα ετοιμάζεται να φύγει στον Καναδά για να γλιτώσει από το περιβάλλον της που την εκδίδει. Η Άννα παντρεύεται για να ξορκίσει το φάντασμα της διαλυμένης της οικογένειας, ενώ η Βέρα, στο ξεκίνημα της καινούριας της ζωής, έρχεται αντιμέτωπη με την κρυφή πραγματικότητα των δικών της ανθρώπων. Μέσα σε τρεις μέρες οι πορείες τους διασταυρώνονται απροσδόκητα και τις οδηγούν σε μια βίαιη ενηλικίωση. Άραγε, μέχρι πού μπορούν να φτάσουν για την ευτυχία;
Μετά την Αθήνα του Millenium στις 2000+1 Στιγμές, την Αθήνα των Ολυμπιακών Αγώνων στην Πόλη των Θαυμάτων, ο Δημήτρης Αθανίτης σκηνοθετεί μια σκληρή ταινία στην Αθήνα της κρίσης. Το φιλμ παρακολουθεί με ωμό και ταυτόχρονα ψυχρό τρόπο τις προσπάθειες τριών γυναικών να βγουν από τα στενά όρια του περιβάλλοντός τους. Πρόκειται για ένα έργο ασυνήθιστης ομορφιάς, παράτολμο και σιωπηλό, που κραυγάζει την απόγνωση και τη μελαγχολία μιας κοινωνίας που ξαφνικά -ακόμη και αν μέσα της βαθιά το περίμενε- χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της. Και όπως πέφτει και γκρεμοτσακίζεται, ο Δημήτρης Αθανίτης τη βάζει να καταμετρά τα λάθη, τις ασχήμιες, τις ευθύνες της. Και όλα αυτά βουτηγμένα στην απειλητική, μπλε ατμόσφαιρα μιας απόκοσμης Αθήνας.

Athens Voice


Οι ιστορίες των τριών γυναικών που βρίσκονται στο κέντρο της νέας ταινίας του Δημήτρη Αθανίτη, δεν θα μπορούσαν να είναι πιο μακριά από την ευτυχία που υπόσχεται ο τίτλος. Η διαδρομή τους σε μια Αθήνα απρόσωπη, άψυχη, σκληρή, ξεκινά από τη θλίψη για να φτάσει ως τα όρια της τραγωδίας, καταλήγοντας τελικά σε κάτι που μοιάζει με μια αχτίδα ελπίδας. Η Άννα δοκιμάζει να ξορκίσει τη δική της διαλυμένη οικογένεια με ένα γάμο, η Βέρα με αφορμή το θάνατο της μητέρας της ανακαλύπτει την αλήθεια του όχι και τόσο ευτυχισμένου σπιτιού της, η Ιρίνα, από τη Ρωσία, αναγκάζεται να εκδίδεται από τη δική της εγκληματική «οικογένεια». Η τελευταία θα αποτελέσει την αιτία που οι ζωές των τριών γυναικών θα συναντηθούν φευγαλέα σ’ ένα σενάριο που είναι σαφές ότι ενδιαφέρεται πρωτίστως για την ατμόσφαιρα και το ψυχολογικό πορτρέτο των ηρωίδων του. Με ένα δράμα που χαλιναγωγείται σωστά, μια φωτογραφία που βυθίζει τους χαρακτήρες και την πόλη σε ένα μπλε, ψυχρό φως, το φιλμ συλλαμβάνει αφαιρετικά ένα στιγμιότυπο μιας κοινωνίας σε κρίση, ακόμη κι αν κρατώντας αποστάσεις από έναν πιο έντονο ρεαλισμό, δεν καταφέρνει να σε εμπλέξει όσο θα έλπιζες συναισθηματικά.

 

METROPOLIS: ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ


Mετά το «2000+1 Στιγμές» και το «Πόλη των Θαυμάτων», ο Δημήτρης Αθανίτης επανέρχεται στο σινεμά και στην πόλη που συνεχίζει να κινηματογραφεί με έναν ιδιαίτερο τρόπο: την Αθήνα. Αυτή τη φορά η πρωτεύουσα βιάζει και βιάζεται, καταπιέζει και σκοτεινιάζει σε όλους τους τόνους του παγερού μπλε, όπως και το χρώμα της ψυχολογίας των ανθρώπων που ακολουθεί αυτή η ταινία. Το σενάριο της ταινίας «Τρεις Μέρες Ευτυχίας» εστιάζει σε τρεις γυναίκες που ψάχνουν μια διέξοδο. Ι Ιρίνα (Νικολίτσα Ντρίζη) οργανώνει να φύγει στον Καναδά και να γλιτώσει από αυτούς που την εκδίδουν. Η Αννα (Αλεξάνδρα Αιδίνη) παντρεύεται για να αποφύγει την δικιά της οικογένεια. Η Βέρα (Κατερίνα Φωτιάδη) έρχεται αντιμέτωποι με τα μυστικά των δικών της. Οι ιστορίες τους θα διασταυρωθούν μοιραία.
Α. Χατζής, 

Τρίτη 10 Απριλίου 2012

Τερζης: Η Αθήνα των γυναικών στις διαβαθμίσεις της απόγνωσης


Μετά την Αθήνα του Μιλένιουμ στις «2000+1 Στιγμές», την Αθήνα των Ολυμπιακών Αγώνων στην «Πόλη των Θαυμάτων», ο Δημήτρης Αθανίτης σκηνοθετεί μια «μοντέρνα» ταινία στην Αθήνα της κρίσης. Ολόκληρη η ταινία είναι βουτηγμένη σε μια απειλητική μπλε ατμόσφαιρα, που «βουλιάζει» τους χαρακτήρες σε μια καταθλιπτική περιδίνηση -για να συναντήσουν άλλωστε μια ολόκληρη κοινωνία.
Εικόνες-θραύσματα αστικού τοπίου και εσωτερικού ψυχισμού, φιλμικά «μοτίβα» βγαλμένα από ταινίες του Αντονιόνι και του πρώιμου Βέντερς. Τρεις νέες γυναίκες στη σημερινή Αθήνα ψάχνουν διέξοδο στην «κλειστή» ζωή τους... Η Ιρίνα ετοιμάζεται να φύγει στον Καναδά για να ξεφύγει από την «οικογένειά» της που την εκδίδει. Η Άννα παντρεύεται για να διώξει το φάντασμα της διαλυμένης της οικογένειας, ενώ η Βέρα, στο ξεκίνημα της καινούργιας της ζωής, έρχεται αντιμέτωπη με την κρυμμένη πραγματικότητα τής δικής της οικογένειας. Μέσα σε τρεις μέρες οι πορείες τους διασταυρώνονται και οδηγούνται σε μια βίαιη ενηλικίωση...

Π. ΤΙΜΟΓΙΑΝΝΑΚΗΣ: ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ


Ο Δημήτρης Αθανίτης είναι σκηνοθέτης γερμανικής επιρροής. Η έτσι τουλάχιστον μας έχει κάνει  να πιστεύουμε. Οι επιρροές είναι δικαίωμα και συναντούνται στους περισσότερους καλλιτέχνες, ακόμα και τους πιο μεγάλους. Υποτίθεται πως τον έχει επηρεάσει το γερμανικό σινεμά κι αυτή τη «γερμανική»  διάθεση την έχει φέρει και στο θέατρο όπου θυμάμαι καλά μια παράσταση του πάνω στα «Πικρά δάκρια της Πέτρα Φον Καντ» όπου είχε προβάλλει έκτυπα το νοσηρό ερωτικό στοιχείο του έργου.
Αναρωτιέμαι λοιπόν αν πράγματι είναι γερμανικής επιρροής ο σκηνοθέτης ή μήπως ο ερωτισμός του , έτσι όπως του εκδηλώνεται καλλιτεχνικά, ταιριάζει με το πώς εκφράζουν τον ερωτισμό κάποιοι Γερμανοί καλλιτέχνες. Διότι , στη δική μου αντίληψη, ο Αθανίτης καταγράφεται περισσότερο ως ερωτικός σκηνοθέτης κι αυτό που μπορεί κι αποδίδει είναι τη βία του έρωτα, την ένταση των συναισθημάτων, το πάθος το ακόρεστο που στα μάτια κάποιων χαρακτηρίζεται νοσηρό. Λες και το πάθος, από τη στιγμή που είναι πάθος , μπορεί να θερμομετρηθεί!
Οι «Τρεις μέρες ευτυχίας» είναι μια τέτοιου πάθους ταινία και τέτοιων ερωτικών καταστάσεων όπου η κάθε ηρωίδα το βιώνει με ένα ακραίο τρόπο είτε ως συναίσθημα είτε ως κατάσταση είτε ως ερωτική πράξη. Σε αυτό που θέλησε να κάνει, τις εξετάσεις τις πέρασε. Τη μεγαλύτερη καλλιτεχνική συμβολή την πέτυχε με τη φωτογραφία (κατ επέκταση και με τη σκηνογραφία εφόσον θα μιλήσουμε για χρώματα) για τα οποία υιοθέτησε το ψυχρό μπλε που καταφέρνει να παγώνει την ατμόσφαιρα. Τα δε πρόσωπα που διάλεξε είναι πλήρως συντονισμένα με τη συνολική του αντίληψη.

Ελευθερος Τυπος 5/4/12

ΔΑΝΙΚΑΣ: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΠΛΗΞΗ


«Τρεις μέρες ευτυχίας» Ασπρόμαυρο στο μεγαλύτερο μέρος του, στυλάτο, σπονδυλωτό από τον Δημήτρη Αθανίτη. Τρία κορίτσια, τρεις παράλληλες αλλά στο βάθος διασταυρούμενες ιστορίες. Η πρώτη με την Ιρίνα (Νκολίτσα Ντρίζη) που εκδίδεται. Η δεύτερη με την Αννα (Αλεξάνδρα Αϊδίνη) που αναγκάζεται να παντρευτεί. Και η τρίτη με τη Βέρα (Κατερίνα Φωτιάδη) που προσπαθεί από την πραγματικότητα να κρυφτεί. 
Ολα αυτά ακούγονται σαν αφηρημένες καταστάσεις, όμως η δεξιοτεχνική σκηνοθεσία του Αθανίτη και η εσωτερική ηφαιστειώδης δύναμη των εικόνων και των ερμηνειών καρφώθηκαν στη μνήμη μου σχεδόν από τα πρώτα λεπτά. 
Σας βεβαιώ ότι αν η ίδια ακριβώς ταινία έφερε υπογραφή από Δανία θα την προσκυνούσε η συντριπτική πλειονότητα της Κριτικής.  
Βαθμοί=7
 
 http://www.tanea.gr/politismos/article/?aid=4708613