Τρεις μέρες ευτυχίας, η τελευταία ταινία του Δημήτρη Αθανίτη |
του Θόδωρου Σούμα /camerastylo
http://camerastyloonline.wordpress.com/2011/10/03/3-meres-eytyxias-se-skinothesia-dimitri-athaniti-tou-thodorou-souma/
Πριν από λίγες μέρες έκανε πρεμιέρα στις
Νύχτες πρεμιέρας, η τελευταία ταινία του Δημήτρη Αθανίτη,
Τρεις μέρες ευτυχίας. Ο Αθανίτης είναι ένας μοντερνιστής, ένας ψαγμένος στυλίστας. Τα έξη φιλμ του συνήθως είναι ταυτόχρονα σύνθετα, πολυπρόσωπα και πολύ ελλειπτικά, αφαιρετικά, με μια τάση μινιμαλισμού. Αυτές οι ιδιότητες τα κάνουν δυσπρόσιτα στον μέσο, ανεξοικείωτο με αυτές τις φόρμες, θεατή. Πρόκειται για σινεμά ιδιότυπο, ιδιόμορφο, απαιτητικό· διαφορετικό και ανεξάρτητο (μικρές παραγωγές, φιλμ στα οποία έγινε blow up ή γυρίστηκαν με ψηφιακή κάμερα), προωθημένων αισθητικών, αφηγηματικών και σκηνοθετικών προδιαγραφών, που -λόγω αυτής του της κατεύθυνσης- δεν μετατρέπεται σε προσιτό, εμπορικό κινηματογράφο κοινής αποδοχής.
Στο προηγούμενο φιλμ του σκηνοθέτη,
Η πόλη των θαυμάτων, που εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών αγώνων, υπάρχει κάποια αισιοδοξία και θετική ματιά. Το 2011, χρονιά του φιλμ με τον κάπως ειρωνικό τίτλο,
Τρεις μέρες ευτυχίας, έχει πια τελειώσει άδοξα η φάση της ανάπτυξης και της ανόδου, έχει έρθει η εποχή της κρίσης, της κοινωνικής αποσύνθεσης και παρακμής, της αιφνιδιαστικής απώλειας της αθωότητας.
Η τελευταία ταινία του Δημήτρη Αθανίτη,
Τρεις μέρες ευτυχίας, παρακολουθεί τρεις διαφορετικές ιστορίες τριών νέων γυναικών σε κρίση και σε αναζήτηση ευτυχίας και διεξόδου στη ζωή τους. Η ταινία και οι χαρακτήρες προσπαθούν να δώσουν σχήμα σε αυτό που ψάχνουν, στην ευτυχία, σε κάτι ρευστό, που διαφεύγει ή που δεν υπάρχει αντικειμενικά. Ίσως αυτό που παρακολουθούμε στο φιλμ είναι λιγότερο η ευτυχία και περισσότερο η δυστυχία, μιας και αυτή κι ο πόνος σφραγίζουν πιο έντονα τις εικόνες που βλέπουμε…
Η αφηγηματική δομή που ακολουθείται είναι η εξής: και στις τρεις ιστορίες, στις τρεις ζωές, κάποια καθοριστικά περιστατικά δρουν καταλυτικά στην εξέλιξη της πορείας της καθεμίας. Πιο συγκεκριμένα, η ζωή της φοιτήτριας Βέρας διαταράσσεται όταν
αυτοκτονεί η μητέρα της. Το αποτέλεσμα είναι ότι η οικογένεια διαλύεται ολοκληρωτικά, γιατί παρατάει τον υπεύθυνο για την αυτοκτονία, άπιστο πατέρα της, που τα είχε με την Ιρένα. Στη δεύτερη, και κομβική ιστορία -γιατί απλώνεται και συναντά τις άλλες δύο- η νεαρή, παγιδευμένη και αποκλεισμένη, Ρωσίδα πόρνη Ιρένα αποφασίζει να σταματήσει να πουλιέται και
να φύγει στον Καναδά με το φίλο της, απόφαση που επιφέρει την τιμωρία των νταβατζήδων της. Στην τρίτη ιστορία, η Άννα πρόκειται να παντρευτεί, μα η ξαφνική
απιστία του αγαπημένου της και αυριανού γαμπρού, στο μπάτσελορ πάρτυ, με την «αγορασμένη» Ιρένα, την κλονίζει και την κάνει να αμφιταλαντεύεται…
Συνδετικός κρίκος, κοινό, κομβικό πρόσωπο των τριών ιστοριών είναι η Ρωσίδα πόρνη. Το μοντάζ των τριών ιστοριών είναι κυρίως παράλληλο, μα μερικές φορές επανέρχεται στα προηγούμενα πρόσωπα, οι ιστορίες μπερδεύονται κι αλληλοεπηρεάζονται και κάποιοι χαρακτήρες τους συναντιούνται.
Το
Τρεις μέρες ευτυχίας μας μιλά για την αποξένωση, τη βία, την οδύνη, την εκμετάλλευση και την αδικία (κυρίως εναντίον της γυναίκας), την απελπισία, τη δυσκολία επικοινωνίας, το σαρκικό σεξ και τον έρωτα, την ανάγκη να προχωρήσεις και να συγχωρέσεις… Στο τέλος της μυθοπλασίας, μετά από αρκετές απώλειες, καταστροφές και θανάτους (η μητέρα αυτοκτονεί, η κόρη παρατά τον ανεύθυνο πατέρα και οι Ρώσοι νταβατζήδες σκοτώνουν τον Ρώσο αγαπητικό της πόρνης) γεννιέται μια ελπιδοφόρα σχέση, της Άννας με τον αγαπημένο της. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η επιλογή και η κινηματογράφηση των χώρων με τους αυτοκινητόδρομους, τις αερογέφυρες και πεζογέφυρες, τα φορτηγά, τα τραίνα και λεωφορεία, δηλαδή οι εικόνες των βιομηχανικών, λαϊκών περιοχών. Η δυναμική χρήση τους στα εικαστικά φροντισμένα πλάνα, προδίδει τις αρχιτεκτονικές σπουδές του Αθανίτη.
Το κινηματογραφικό έργο του Αθανίτη, οι έξη μεγάλου μήκους ταινίες του, μπορεί να διακριθεί σε δύο περιόδους εξέλιξής του. Στην πρώτη περίοδο, τα δύο πρώτα φιλμ του,
Αντίο Βερολίνο (1994) και
Καμιά συμπάθεια για τον διάβολο (1997), είναι ασπρόμαυρα, σκληρά και λιτά φιλμ. Από αφηγηματική οπτική, πρόκειται για απλές μυθοπλασίες, που εξιστορούν μια μοναδική ιστορία που αναπτύσσεται εξελισσόμενη προς το τέλος της. Με το
Όνειρα καλοκαιρινής νύχτας (1999) περνά σε μια μυθοπλασία πολυπρόσωπη, δηλ. με πολλούς χαρακτήρες, που όμως διέπεται από ενότητα χώρου και δράσης (περιστρέφεται γύρω από το ανέβασμα του ομώνυμου θεατρικού έργου του Σαίξπηρ), χωρίς να διασπάται σε παράλληλες αφηγήσεις που ακολουθούν τις πορείες των διαφορετικών χαρακτήρων, όπως αρχίζει να κάνει με επιτυχία αργότερα, με το
2000+1 στιγμές (2000), την
Πόλη των θαυμάτων ( 2005) και τις
Τρεις μέρες ευτυχίας (2011). Σε αυτή τη δεύτερη, διακριτή περίοδο της φιλμογραφίας του, η αφήγηση είναι πολυπρόσωπη και ακολουθεί τις πολλαπλές, σε πρώτη όψη παράλληλες (στην πραγματικότητα συγκλίνουσες) τροχιές και ιστορίες των διαφόρων προσώπων της μυθοπλασίας, οι οποίες κάπου, συνήθως προς το τέλος, συναντιούνται.
Οι περισσότερες ταινίες του Αθανίτη διαρκούν γύρω στα 80 λεπτά. Είναι σύντομες λες και η πολύ μεγάλη διάρκεια θα επιβάρυνε ταινίες που χαρακτηρίζονται από εικαστική πυκνότητα και, στη δεύτερη περίοδο της φιλμογραφίας του, από αφηγηματική πολυπλοκότητα.
Be the first to like this post.