από την Χρυσούλα Παπαιωάννου,
ΣΙΝΕΜΑ 224, Ανοιξη 2012
Ιστορίες της διπλανής πόρτας, σε εικόνες βουτηγμένες στο μπλε. Με μελωδία είτε τον θόρυβο της πόλης που τρέχει ερήμην μας είτε την αμήχανη απουσία ήχου που επιβάλλει η σιωπή των σχέσεων και των συναισθημάτων, εξελίσσονται οι τρεις ιστορίες της ταινίας "Τρεις Μέρες Ευτυχίας", του Δημήτρη Αθανίτη. Στην αρχή παράλληλα, μέχρι τη στιγμή που θα διασταυρωθούν. ΗΒέρα χάνει τον κόσμο όταν η μητέρα της πεθαίνει ξαφνικά. Η Αννα αναζητά την ολοκλήρωση σ΄ένα γάμο. ΗΙρίνα θέλει να αποδράσει από τον εφιάλτη της και να μεταφέρει το όνειρο της σε άλλο τόπο, στον Καναδά. Οι τρεις αυτές γυναίκες ίσως στην πραγματικότητα να είναι το ίδιο πρόσωπο. Ισως και να συμβολίζουν τις όψεις της ίδιας πόλης. Γιατί στις ταινίες του Δημήτρη Αθανίτη, η πόλη είναι ζωντανή, δεν είναι απλά ένα όμορφο κάδρο, αλλά ένας ιστός που υφαίνεται γύρω από τους ήρωες για να τους αγκαλιάσει όσο και να τους απομακρύνει. Ζητήσαμε από τον σκηνοθέτη να μοιραστεί μαζί μας τις σκέψεις του, αφού του δώσαμε για πυξίδα μερικές λέξεις-κλειδιά.
ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΤΑΙΝΙΑ
«Από άντρα, είναι μία αντίφαση. Αλλά ο κόσμος δημιουργείται από αντιφάσεις. Επομένως, ναι είναι γυναικεία ταινία, αλλά όχι με την κλασική έννοια. Οι γυναίκες δεν είναι ούτε καλές ούτε κακές. Είναι θύματα, είναι και θύτες. Με ιντριγκάρουν πιο πολύ από τους άντρες. Ζούνε πιο έντονα τις καταστάσεις. Νομίζω ότι είναι πιο δύσκολο να είσαι γυναίκα σήμερα. Γιατί είναι πολύ περισσότερες οι απαιτήσεις της κοινωνίας. Οι τρεις ηρωίδες μαζί είναι ένα πιο ολοκληρωμένο πορτρέτο της γυναικείας ψυχολογίας. Στην ουσία είναι μία γυναίκα».
ΕΥΤΥΧΙΑ
«Ίσως οι γυναίκες την φοβούνται περισσότερο από τους άντρες. Η μοναξιά τρομάζει τους ανθρώπους και τους οδηγεί συχνά στον συμβιβασμό. Ελάχιστοι τολμούν να μην ανήκουν: σε παρέα, οικογένεια, κόμμα. Αυτό όμως, που μου αρέσει στις ηρωίδες της ταινίας είναι ότι δεν θυσιάζουν το όνειρο τους μπροστά στην μοναξιά, δεν συμβιβάζονται για να ανήκουν κάπου. Τολμούν να είναι και μόνες τους, να εναντιωθούν και να επαναστατήσουν, ουσιαστικά, χωρίς σημαίες. Βάζουν προτεραιότητα την ευτυχία, το όνειρο. Αυτό μπορεί να είναι τα πάντα, αλλά ίσως και απλά πράγματα. Σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζεται με άπειρο χρήμα. Δεν είναι αλήθεια ότι σήμερα είμαστε σε κρίση επειδή μειώνεται το χρήμα. Στην πραγματικότητα ζούμε κρίση αξιών. Ευτυχία για μένα είναι να ξέρεις τι θέλεις και να το έχεις όσο περισσότερο γίνεται. Οι ηρωίδες μου παλεύουν για αυτό που θεωρούν ότι είναι η δική τους ευτυχία».
Η ΑΘΗΝΑ, Η ΠΟΛΗ
« Αυτά που με ενδιαφέρουν στο σινεμά είναι τα πρόσωπα, το σώμα και η πόλη. Η πόλη είναι μια γεωγραφία των προσώπων. Έχει πάνω της τα αποτυπώματα της ζωής, που υπάρχει και που υπήρξε πριν από αυτή. Είναι εξίσου μυστηριώδης, όσο τα πρόσωπα, αντιφατική και πολύπλοκη. Και τελικά έχει μια εσωτερικότητα. Δεν είναι μόνο αυτό που φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Πρέπει όμως, να την πλησιάσεις για να το νοιώσεις. Έχω γεννηθεί κοντά στην Ομόνοια και έχω μείνει στις γειτονιές του Κέντρου. Δεν έχω βγει από τον δακτύλιο. Σε όλο τον κόσμο έχει διαφορά το Κέντρο της πόλης από τα προάστια. Συμπυκνώνει τις καταστάσεις. Τα προάστια είναι υπνουπόλεις. Εκεί οι άνθρωποι αποσύρονται. Αν η Αθήνα ήταν γυναίκα, θα ήταν πολύ κοντά στις ηρωίδες μου. Μια γυναίκα που αντιστέκεται στην ασχήμια και στον τρόπο ζωής που της επιβάλλουν. Μια γυναίκα που αρνείται να κατπιεί τα ψέματα που την μπουκώνουν. Μια γυναίκα δυνατή, αντιφατική, με μια παράξενη γοητεία και ακαθόριστη ηλικία».
«Εκφράζει την γεωγραφία των συναισθημάτων των προσώπων της ταινίας. Το μπλέ είναι το χρώμα του ουρανού. Υπάρχει και μια μυθολογία γύρω από αυτό. Στα αγγλικά, το Blue, δηλώνει μια κατάσταση μελαγχολική. Βέβαια, η ταινία δεν έχει κάτι μελαγχολικό, αλλά ίσως κάτι κλινικό, απόκοσμο. Έχει ρεαλισμό, αλλά ταυτόχρονα μέσα από την χρωματική υφή του μπλέ, έχει ίσως και κάτι εφιαλτικό. Τις ιστορίες τις είχα σημειώσει πριν κάνω την «Πόλη των θαυμάτων» και τις δούλεψα αργότερα. Πού συναντιέμαι με αυτές τις γυναίκες; Θα μπορούσα σε ένα βαθμό να φανταστώ τον εαυτό μου στη θέση τους σε σχέση με το πώς βρίσκονται σε μια κατάσταση και πώς αντιδρούν».
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
«Είναι στην καρδιά της κρίσης που ζούμε, αλλά δε θέλουμε να το παραδεχθούμε. Η ελληνική οικογένεια λειτουργεί αντικοινωνικά, με υπερπροστατευτισμό και ταυτόχρονα αντιλαμβάνεται ότι το όριο της, τελειώνει εκεί όπου τελειώνει και το ενδιαφέρον της. Αυτή η αντίληψη έχει περάσει σαν ιδεολογία στην Ελλάδα. Στην ταινία οι ηρωίδες μου εξεγείρονται ενάντια στην οικογένεια γιατί δεν δέχονται το ρόλο που τους δίνουν. Για αυτό θα έλεγα ότι νοιώθω κοντά στις ηρωίδες».
ΠΟΡΕΙΑ
"Είναι μια πορεία που γίνεται βήμα-βήμα, ψάχνοντας διαφορετικά πράγματα σε κάθε ταινία και μερικές φορές με διαφορετικό τρόπο. Νοιώθω ότι δημιουργώ έναν κόσμο που έχει κάποιες ιδιαιτερότητες, αλλά έχω την αίσθηση ότι είμαι ακόμα στην αρχή του να κάνω αυτό που θέλω. Πριν από λίγο καιρό παρουσίασα την εγκατάσταση, «Αθήνα, πόλη κρυμμένη», μια σύνθεση με υλικό από όλες τις ταινίες μου («Αντίο Βερολίνο», «Καμιά συμπάθεια για τον διάβολο», κτλ). Ήταν εντυπωσιακό το πόσο ενιαίο φαινόταν το αποτέλεσμα. Ο κόσμος που δεν ήξερε τις ταινίες μου νόμιζε ότι είναι μια καινούργια ενιαία δουλειά. Νομίζω ότι έχω αλλάξει όμως, μέσα στα χρόνια. Το σινεμά είναι σαν μια τεράστια θάλασσα, και παρόλο που την λατρεύω και μου αρέσει να κολυμπάω, είναι ατελείωτη. Βέβαια, δεν έχουν αλλάξει τα βασικά πράγματα που με γοητεύουν, κι αυτό είναι το ίδιο το σινεμά. Το οποίο, πάνω απ’ όλα, είναι μυστήριο και καθρέφτης, που θέλω να βάζω και μπροστά στον εαυτό μου, όχι μόνο στους ήρωες. Είναι και ένα μαχαίρι με το οποίο κόβεις γύρω σου, μπαίνεις πιο βαθιά και βλέπεις τι συμβαίνει. Θέλω να κάνω πολλές ταινίες και κυρίως θέλω να κάνω σινεμά».
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΙΝΕΜΑ
«Θα μ άρεσε να γίνει όσο πιο σινεμά μπορεί. Το σινεμά για μένα είναι, πάνω απ’ όλα, μαγεία. Και αυτό δεν σημαίνει ότι απομακρύνομαι σαν σκηνοθέτης από την πραγματικότητα. Το αντίθετο, μπαίνω πιο βαθιά μέσα της. Αυτά τα δύο λοιπόν, το να είσαι μέσα στην πραγματικότητα, αλλά να τη ζεις με μία μαγεία, είναι για μένα η ευτυχία. Οταν δεν κάνω σινεμά, ζω σαν να κάνω, γιατί υπάρχει παντού, μέσα κι έξω από την οθόνη. Εξακολουθώ να κάνω βόλτες στην Αθήνα, να ανακαλύπτω περίεργες γωνιές, να ταξιδεύω, να συναντάω κόσμο, να ξυπνάω κάθε πρωί με ένα διαφορετικό τραγούδι που ποτέ δεν καταλαβαίνω πως μου ήρθε».