Αλέξης Δερμεντζόγλου Φιλμ Νουαρ, τ. 31, 3/5/2012
CINE-ΙΣΤΟΡΙΕΣ: ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ
Σπύρος Σμυρνής, Stigalera.worldpress.com
Τρίτη απόγευμα και ανηφορίζω στο Παγκράτι ώστε να δω την τελευταία
ταινία του Δημήτρη Αθανίτη, Τρεις μέρες Ευτυχίας.. Στην αρχή της
Φορμίωνος κάνω δεξιά στην Υμηττού και αρχίζω να ψάχνω το Σινεμά Παλάς.
Μετά από λίγο στον αριθμό 109 το βρίσκω. Παλιός κινηματογράφος το Παλλάς
με πάντοτε επιλεγμένες ταινίες στις προβολές του. Η πρώτη θετική
εντύπωση θα προκύψει από το εισιτήριο των 10 ευρώ με το οποίο μπορείς να
παρακολουθήσεις 3 ταινίες όποτε θελήσεις. Ειδικά τέτοιους δύσκολους
οικονομικά καιρούς παρόμοιες κινήσεις επιβάλλονται. Η δεύτερη και
μεγαλύτερη θετική εντύπωση προέκυψε από την ταινία του Αθανίτη.
Ο Έλληνας σκηνοθέτης πάντα αντισυμβατικός και μακριά από τα κακώς
εννοούμενα κινηματογραφικά κυκλώματα έχει δώσει ορισμένες πολύ
ενδιαφέρουσες ταινίες, από τις οποίες ξεχωρίζω το Αντίο Βερολίνο και
Καμιά Συμπάθεια για το Διάβολο.
Στην έκτη
του ταινία, Τρεις μέρες ευτυχίας κινηματογραφεί την ιστορία τριών
γυναικών που οι ζωές τους συναντούνται μέσα σε τρεις μέρες. Αναζητούν
όπως οι περισσότεροι την ευτυχία. Θα την ψάξουν στο μελαγχολικό μπλε
τοπίο της Αθήνας του Αθανίτη. Συνεπής στο ραντεβού του με την πόλη της
Αθήνας ο σκηνοθέτης εστιάζει στην αποσύνθεση που έχει επιφέρει σε αυτή η
κρίση.
Οι ηρωίδες του, η εκδιδόμενη Ιρίνα που θέλει να φύγει για τον Καναδά,
η Άννα που ετοιμάζεται να παντρευτεί και η Βέρα που μαθαίνει για την
αυτοκτονία της μητέρας της είναι τα πρόσωπα της σημερινής Αθήνας.
Βιώνουν τεράστιες αλλαγές, πονάνε, κλαίνε. Η οικογένεια είναι
παρούσα/απούσα στη ζωή τους και δεν μπορούν να πιαστούν από αυτή. Μόνες
τους πρέπει να σταθούν στα πόδια τους, να παλέψουν για να βρουν την
ευτυχία. Το κόστος όπως πάντα μεγάλο.
Απόκοσμη ατμόσφαιρα, σκληρές εικόνες, βραδυφλεγείς σιωπές, σπαρακτικά
βλέμματα. Η ταινία τελείωσε. Περπάτησα για λίγο μέχρι τη στάση του
λεωφορείου και ρομαντικά σκεπτόμενος ήθελα να βρω στο δρόμο την Ιρίνα,
την Άννα, τη Βέρα. Αυτό με συγκινούσε στο σινεμά του Αθανίτη. Η γήινη
υπόσταση των χαρακτήρων. Αληθινοί, νομίζεις πως θα τους συναντήσεις
κάπου στην Αθήνα του σήμερα που πασχίζει να κρατηθεί στη ζωή.
Σπ. Σμυρνής
ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ
tospirto.net
Μια ταινία κομψή, αισθητικά συνεπέστατη, γεμάτη νύξεις
και χαμηλότονη υπαρξιακή αγωνία αποτελεί ο επίλογος της «αθηναϊκής»
τριλογίας του Δημήτρη Αθανίτη, ο οποίος φιλμογραφεί και πάλι ψυχές
εγκλωβισμένες σε μια πόλη δίχως ψυχή –και προοπτική.
ΜΕ ΑΡΙΣΤΑ ΤΟ 10: 6
Ο επίλογος της «αθηναϊκής» τριλογίας του Δημήτρη Αθανίτη προεκτείνει
τους κλειστοφοβικούς και στιλιστικά παγερούς προβληματισμούς που έθεσαν
οι «2000+1 στιγμές» (2000) και η «Πόλη των θαυμάτων» (2005),
φιλμογραφώντας και πάλι ψυχές εγκλωβισμένες σε μια πόλη δίχως ψυχή –και
προοπτική. Με πλάνα ηθελημένης αποστασιοποίησης και υπνωτιστικής
ακινησίας, διαποτισμένα από ένα αρραγές και απόκοσμο μπλε χρώμα, με
τεράστια γκρο-πλαν και φετιχιστική απεικόνιση των αντικειμένων-συμβόλων,
το φιλμ αφηγείται την ιστορία τριών νέων γυναικών που κουτσοζούν αλλά
συνεχίζουν να ελπίζουν στο αφιλόξενο κλεινόν άστυ. Η Ιρίνα παραμένει
ερωτευμένη με τον Μίσα, που την εκδίδει, αλλά και προσηλωμένη στο
απωθημένο όνειρό της για μετοίκιση στον Καναδά –και για μια νέα ζωή. Η
Άννα, δουλεύει σε βιβλιοπωλείο, είναι επίσης ερωτευμένη με τον φίλο της,
και παρά τους ασίγαστους φόβους της για μια πιθανή απιστία εκ μέρους
του, επιδιώκει αταλάντευτα τον γάμο –τη μόνη διέξοδο από την
οικογενειακή μέγγενη. Και, τέλος, η Βέρα, μια φοιτήτρια λογοτεχνίας, που
έρχεται ενώπιος ενωπίω με κρυμμένα οικογενειακά μυστικά, τα οποία
δυναμιτίζουν τις (όποιες) βεβαιότητες και επενεργούν ως καταλύτης...
Μια ταινία κομψή, αισθητικά συνεπέστατη, γεμάτη νύξεις και χαμηλότονη
υπαρξιακή αγωνία –κοντολογίς, μια ταινία που προφανώς δεν απευθύνεται σε
ένα αμύητο κοινό.
Τατιάνα Καποδίστρια
ΣΙΝΕ-ΡΗΞΗ Κωνσταντίνος Μπλάθρας
Πήρα
τον ηλεκτρικό για την τελευταία βραδυνή προβολή της καινούργιας ταινίας
του Δημήτρη Αθανίτη, Τρεις Μέρες Ευτυχίας. Καθ΄οδόν κόσμος κουρασμένος,
σε μια πόλη που, το ανακάτεμα της, το βράδυ ησυχάζει λίγο. Μελαγχολικός
κόσμος.
Το
αστικό τοπίο της Αθήνας, ιδιαίτερα κατά τα απόμερα των μεγάλων
λεωφόρων, στις ερημικές διαβάσεις πάνω απ΄τις γραμμές του ηλεκτρικού,
στα συννεφιασμένα-που είχαμε κάμποσα φέτος- και τα νυχτερινά, κατά
πρόσωπο στις γιγαντοαφίσες των δρόμων στέκεται σαν όψη της ψυχής των
ανθρώπων που την κατοικούν. Ενα
τοπίο που αναζητά -και έχει- τους ποιητές του, στη μεγάλη οθόνη έχει
τον βάρδο του, τον Αθανίτη. Σπουδαγμένος αρχιτέκτονας, ο σκηνοθέτης
γίνεται ποιητής εικόνων της πόλης, μέσα από το κυριότερο στοιχείο της,
τον κάτοικο της. Με οδηγό την ανθρώπινη τοπογραφία, από το Αντίο Βερολίνο (1994),
την πρώτη του ταινία, ταξιδεύει σε μια πόκρυφη Αθήνα, εσωτερικό τοπίο
και εξωτερική διάθεση όσων τη διατρέχουν. Πως να ορίσει κανείς κάτι που
δεν είναι χειροπιαστό, κάτι τόσο αόριστο όπως η ευτυχία; -Εξ αντιθέτου!
Βουτώντας αισθήματα και πρόσωπα σε ένα παγωμένο μπλε, περιγράφοντας το
αδιέξοδο, την κατάθλιψη, την μελαγχολία που, σαν πέπλο της νύχτας,
επικάθεται στην πόλη.
Είναι
μια ακόμη ελληνική ταινία τον καιρό της κρίσης; Οχι. Γιατί αυτή η κρίση
των ηρώων του Αθανίτη είναι άλλης υφής και δεν έχει να κάνει μόνο με το
αλισβερίσι της οικονομίας, αλλά με την ίδια τη ζωή. Τρεις γυναίκες
λοιπόν, η Ιρίνα, μια ρωσίδα πόρνη, που αναζητά την έξοδο από το σκοτεινό
τούνελ προς έναν-ονειρικό-Καναδά, η Αννα, μελλόνυμφη, που έρχεται
αντιμέτωπη με το άγνωστο της αγάπης, στη σκιά των χωρισμένων της γονιών,
και η Βέρα, τελειόφητη στο πτυχίο, αντιμέτωπη με το προσωπείο της
ευτυχίας που καταρρέει με την αυτοκτονία της μάνας της. Τρεις γυναίκες
λοιπόν, γιατί ανέκαθεν οι γυναίκες άκουγαν καθαρότερα τις προσεισμικές
δονήσεις μια κοινωνίας που γκρεμίζεται. Τρεις δαφορετικές τάξεις,
επίσης. Ο απόκοσμος της μετανάστευσης και της μαφίας , ο καλός ο κόσμος
των αστών και οι υπόλοιποι, οι της μεσαίας, επί το ελληνικότερον
μικρομεσαίας, τάξης.
Οχι,
για να μην παρεξηγηθώ, ο Αθανίτης δεν κοινωνιολογεί. Κατοικεί με την
κάμερα του τόσο κοντά στα πρόσωπα, που δεν μπορεί παρά να οντολογεί,
όπως βέβαια, κάθε ποιητής. Αλλά, για να ανοιχτεί στους άνθρώπους ερευνά
και ανοίγεται στα βάθη της πόλης, για να ανασύρει τα τρία πρόσωπα των
ηρωίδων-γυναικών του και όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα που τις περιβάλλουν: ο
νταβατζής-φίλος, η μάνα μ΄ένα αποστασιοποιημένο πατέρα, ο γαμπρός, κλπ.
Γύρω τους ένα πλέγμα από σχέσεις, απόμακρες και τις πιο πολλές φορές
βίαιες, σαν συνεπιβάτες όλοι ενός τρένου, που στρέφει ο καθένας το
βλέμμα του αλλού, μέχρι να πέσουν ο ένας πάνω στον άλλο σε αναπάντεχο
φρενάρισμα. Κι η κάμερα να επιμένει στη γεωγραφία των προσώπων, μέσα σε
ένα μπλε, που τα κάνει να μοιάζουν με υδρόγειο η με πρόσωπα στο λυπημένο
φως της γεμάτης σελήνης. Κάποτε κι ολόκληρα τα κορμιά γίνονται πορτρέτα
φλεγόμενων μελών.
Ο
Γιάννης Φώτου στη φωτογραφίαέχει καταγράψει αυτό το φως που
οραματίστηκε ο σκηοθέτης, με καθαρότητα, με την ευγένεια ζωγραφικού
πίνακα.
Ο
Δημήτρης Αθανίτης, που υπογράφει επίσης το σενάριο, δίνει την ιστορία
του ελλειπτικά, χωρίς περριτές λεπτομέρειες που θα αποσπούσαν απ΄αυτή
την εγγύτητα. Η έλλειψη δεν εμποδίζει στην κατανόηση, αν και ποτέ δεν
μπορούμε να καταλάβουμε ακριβώς, ούτε να πλησιάσουμε πολύ. Οπως στη ζωή.
Κι ο σκηνοθέτης κρύβει τους λυγμούς. Μόνον η Ιρίνα, η πόρνη, ανοιχτή
στο δημόσιο βλέμμα, θα γυμνωθεί και θα κλάψει. Χωρίς ελπίδα άραγε; Μια
κραυγή, ένας σπαραγμός, μια αγκαλιά κι ένα κρυμμένο βλέμμα πίσω από
μαύρα γυαλιά συνθέτουν το φινάλε. Συνηχούν την απορία του ίδιου του
δημιουργού: Η φεύγουσα ευτυχία πως να δεσμευτεί;
Από
τόσο κοντά ο ηθοποιός πρέπει να επιστρατεύσει ακόμη και τους πιο
άφαντους μιμικούς μύες του προσώπου για να ανταπεξέλθει. Η Κατερίνα
Φωτιάδη είναι η Βέρα, η Αλεξάνδρα Αιδίνη η Αννα, και η Νικολίτσα Ντρίζη
είναι η Ιρίνα, καλά καθοδηγημένες και εύστοχες στη δύσκολη ερμηνεία
τους. Ο Ερρίκος Λίτσης, ο Δημήτρης Αγαρτζίδης, η Λουκία Πιστιόλα, ο Κρις
Ραντάνοβ και ο Κώστας Ξυκομηνός από δίπλα υποστηρίζουν τις
πρωταγωνίστριες με χαμηλούς τόνους. Η ενδιαφέρουσα μουσική των DNA, καθοδηγημένη κι αυτή στις καίριες στιγμές της δράσης, δίνει την απαραίτητη αναπνοή.
Οι Τρεις Μέρες Ευτυχίας
είναι μια ώριμη στιγμή του Δημήτρη Αθανίτη, ο οποίος επιμένει σε ένα
προσωπικό κινηματογράφο, χωρίς να περισπάται στην περιρρέουσα
ατμόσφαιρα, που τόσα και τόσα κορμιά του ελληνκού κινηματογράφου έχει
φάει. Μόνο που ο επιμένων, σε μια χώρα από καιρό παραδομένη σε μια
παραίσθηση ευτυχίας, δεν νικά πάντα. Μα και τη νίκη σαν είναι πλαστή, τι
να την κάνεις;