Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

PLAYING NOW


June 2015
Now, available on VIMEO on demand!
Τωρα, και στο VIMEO on demand!


December 2014
 DELHI International Film Festival
Delhi, INDIA
Official selection



KANSAS International Film Festival
Kansas, USA
October 2014
Official selection



GUADALAJARA I. Film Festival,  
Guadalajara, Mexico
March 2014




SGUARDI ALTROVE IFFestival, 
Milano
March 2014
Official Selection



PALLINI cine club
Pallini
February 2014




CINE συν
Nafplio
November 2013


MAVERICK MOVIE AWARDS, New York
October 2013
BEST DIRECTOR
BEST CINEMATOGRAPHY
BEST ACTRESS
11 Nominations
Best Film / Director / Screenplay / Music / Cinematography / Editing
Production Design / Actress / Supporting Actor / Supporting Actress /



CYPRUS IFFestival, Nicosia
October 2013
Official Selection



OAXACA IFFestival, Mexico
September 2013
Official Competition



URUGUAY IFFestival, Montevideo
March-April 2013
Official Competition

 

Festival PANTALLA PINAMAR, 
Argentina
March 2013



CAIRO IFF
December 2012
Official Competition



PELOPONNISIAN IFF 
December 2012
Official Competition



SEVILLE  EFF
November 2012




FORUM OF NEW CINEMA
Calcutta, India
November 2012



LONDON  GFF 
October 2012
Official Competition
 Best Actress Award
 


LOS ANGELES  GFF 
June 2012
Official Competition



BARCELONA  HRFFestival 
Mai 2012
Official Competition


GREEK FILM ACADEMY AWARDS April 2012
4 Nominations: 
Best Film, Best Director, 
Best Music, Best SF- Innovation


THESSALONIKI IFF
November 2011
Market (wip)


OPENING NIGHTS- ATHENS Int. Film Festival
September 2011
Greek Opening Film (wip)


Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

ΦΙΛΜ ΝΟΥΑΡ - κριτική



Ποιο είναι το τίμημα του σύγχρονου σινεμά; Να αξιοποιεί γνωστά θέματα με διαφορετική αφήγηση. Κι ακόμα, να συναντάει  την κοινωνικότητα, ειδικά στην κατάσταση που βρισκόμαστε. Βασικό σημείο πίεσης μιας ζοφερής φαινομενολογίας είναι η γυναίκα, που έτσι ή αλλιώς διαπομπεύεται. Οι θλιβερές, παραμορφωμένες εικόνες των γυναικών φορέων του Αids, η αχνή, γκρι φιγούρα της πρώην κυρίας υπουργού στο δρόμο για τη φυλακή τονίζουν τη μετατροπή των γυναικών, πέραν ενός καταναλωτικού σεξουαλικού αξεσουάρ, σε ρατσιστικό βατήρα για διάφορες διαδικασίες.

Το σινεμά του Αθανίτη μου θυμίζει κάτι μεταξύ Λαρς Φον Τρίερ και γαλλικού, μελλοντολογικού είδους. Μια Αθήνα ζοφερή, που κατασπαράσσει τα παιδιά της σ’έναν αποκλεισμένο τόπο τόσο τρομερό και απόκοσμο ώστε τελικά να συναντάει τη μαζοχιστική… ευδαιμονία, την ευφορία του… βάναυσου. Τρείς γυναίκες, τρεις ιστορίες, μία διαπλοκή, μια πόλη, μια κατάσταση. Η ταινία του κ.  Αθανίτη επαληθεύεται με τις πρόσφατες προαναφερθείσες εξελίξεις. Προφητική ως αποκάλυψη, διαπεραστική ως βελόνα τζάνκι και προκλητική ως τον παγωμένο που ζητάει ένα ζεστό στέκι όποιο κι αν είναι αυτό: από κακόφημο ξενοδοχείο ως αίθουσα νεκροτομείου, από αστικό σπίτι ως αυτοκίνητο με αναμμένη τη μηχανή. Κάτι πεθαίνει, κάτι φθείρεται, κάτι σήπεται και βρωμοκοπάει.

Βλέπω την ταινία και κρατάω κλειστή τη μύτη μου. Η Αθήνα ως τυμπανιασμένο πτώμα, η Ελλάδα σε μηχανική υποστήριξη, οι άνθρωποι σε τραγική απελπισία, οι γυναίκες εξουθενωμένες. Η πατρίδα σε κρίση, ο έρωτας σε έκλειψη, το όραμα σε δύση και πάνω απ’ όλα ο ύστατος συμβολισμός. Ο θάνατος, η αυτοκτονία της μητέρας (συζύγου του Ερρίκου Λίτση), δηλαδή το τέλος της χώρας, της μήτρας, της συνέχειας.
Κι όμως, για να θυμηθούμε τον Φόρμαν «One Flew Over the Cuckoos Nest», όπως ο Ινδιάνος, έτσι και η κόρη της οικογένειας θα αποδράσει, θα την «κάνει», θα μεταφέρει τη σκυτάλη, τη δάδα, την πιθανότητα συνάντησης των τριών, την ένωση για ανατροπή, την επανάσταση (;), άντε πολύ το πήγα.

Το «Τρεις Μέρες Ευτυχίας», που πηγαίνει για κορυφαία, ελληνικά Όσκαρ (απονομή τη Δευτέρα), δεν είναι μια ταινία για να σας χαϊδέψει, για να χωνέψετε τη βραδινή πίτσα. Είναι για να σας «χαλάσει», για να στρώσετε, αν μπορείτε έστω και τώρα να αποβάλετε τις αστικές στρεβλώσεις και να μην λειτουργείτε αμετανόητα ως ασυγχώρητοι. 

Αλέξης Δερμεντζόγλου  Φιλμ Νουαρ, τ. 31, 3/5/2012 




CINE-ΙΣΤΟΡΙΕΣ: ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ
 Σπύρος Σμυρνής, Stigalera.worldpress.com
 
Τρίτη απόγευμα και ανηφορίζω στο Παγκράτι ώστε να δω την τελευταία ταινία του Δημήτρη Αθανίτη, Τρεις μέρες Ευτυχίας.. Στην αρχή της Φορμίωνος κάνω δεξιά στην Υμηττού και αρχίζω να ψάχνω το Σινεμά Παλάς.  Μετά από λίγο στον αριθμό 109 το βρίσκω. Παλιός κινηματογράφος το Παλλάς με πάντοτε επιλεγμένες ταινίες στις προβολές του. Η πρώτη θετική εντύπωση θα προκύψει από το εισιτήριο των 10 ευρώ με το οποίο μπορείς να παρακολουθήσεις 3 ταινίες όποτε θελήσεις. Ειδικά τέτοιους δύσκολους οικονομικά καιρούς παρόμοιες κινήσεις επιβάλλονται. Η δεύτερη και μεγαλύτερη θετική εντύπωση προέκυψε από την ταινία του Αθανίτη.
Ο Έλληνας σκηνοθέτης πάντα αντισυμβατικός και μακριά από τα κακώς εννοούμενα κινηματογραφικά κυκλώματα έχει δώσει ορισμένες πολύ ενδιαφέρουσες ταινίες, από τις οποίες ξεχωρίζω το Αντίο Βερολίνο και Καμιά Συμπάθεια για το Διάβολο. Στην έκτη του ταινία, Τρεις μέρες ευτυχίας κινηματογραφεί την ιστορία τριών γυναικών που οι ζωές τους συναντούνται μέσα σε τρεις μέρες. Αναζητούν όπως οι περισσότεροι την ευτυχία. Θα την ψάξουν στο μελαγχολικό μπλε τοπίο της Αθήνας του Αθανίτη. Συνεπής στο ραντεβού του με την πόλη της Αθήνας ο σκηνοθέτης εστιάζει στην αποσύνθεση που έχει επιφέρει σε αυτή η κρίση.

Οι ηρωίδες του, η εκδιδόμενη Ιρίνα που θέλει να φύγει για τον Καναδά, η Άννα που ετοιμάζεται να παντρευτεί και η Βέρα που μαθαίνει για την αυτοκτονία της μητέρας της είναι τα πρόσωπα της σημερινής Αθήνας. Βιώνουν τεράστιες αλλαγές, πονάνε, κλαίνε. Η οικογένεια είναι παρούσα/απούσα στη ζωή τους και δεν μπορούν να πιαστούν από αυτή. Μόνες τους πρέπει να σταθούν στα πόδια τους, να παλέψουν για να βρουν την ευτυχία. Το κόστος όπως πάντα μεγάλο.

Απόκοσμη ατμόσφαιρα, σκληρές εικόνες, βραδυφλεγείς σιωπές, σπαρακτικά βλέμματα. Η ταινία τελείωσε. Περπάτησα για λίγο μέχρι τη στάση του λεωφορείου και ρομαντικά σκεπτόμενος ήθελα να βρω στο δρόμο την Ιρίνα, την Άννα, τη Βέρα. Αυτό με συγκινούσε στο σινεμά του Αθανίτη. Η γήινη υπόσταση των χαρακτήρων. Αληθινοί, νομίζεις πως θα τους συναντήσεις κάπου στην Αθήνα του σήμερα που πασχίζει να κρατηθεί στη ζωή.
Σπ. Σμυρνής


ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ
tospirto.net 
Μια ταινία κομψή, αισθητικά συνεπέστατη, γεμάτη νύξεις και χαμηλότονη υπαρξιακή αγωνία αποτελεί ο επίλογος της «αθηναϊκής» τριλογίας του Δημήτρη Αθανίτη, ο οποίος φιλμογραφεί και πάλι ψυχές εγκλωβισμένες σε μια πόλη δίχως ψυχή –και προοπτική.
ΜΕ ΑΡΙΣΤΑ ΤΟ 10: 6
Ο επίλογος της «αθηναϊκής» τριλογίας του Δημήτρη Αθανίτη προεκτείνει τους κλειστοφοβικούς και στιλιστικά παγερούς προβληματισμούς που έθεσαν οι «2000+1 στιγμές» (2000) και η «Πόλη των θαυμάτων» (2005), φιλμογραφώντας και πάλι ψυχές εγκλωβισμένες σε μια πόλη δίχως ψυχή –και προοπτική. Με πλάνα ηθελημένης αποστασιοποίησης και υπνωτιστικής ακινησίας, διαποτισμένα από ένα αρραγές και απόκοσμο μπλε χρώμα, με τεράστια γκρο-πλαν και φετιχιστική απεικόνιση των αντικειμένων-συμβόλων, το φιλμ αφηγείται την ιστορία τριών νέων γυναικών που κουτσοζούν αλλά συνεχίζουν να ελπίζουν στο αφιλόξενο κλεινόν άστυ. Η Ιρίνα παραμένει ερωτευμένη με τον Μίσα, που την εκδίδει, αλλά και προσηλωμένη στο απωθημένο όνειρό της για μετοίκιση στον Καναδά –και για μια νέα ζωή. Η Άννα, δουλεύει σε βιβλιοπωλείο, είναι επίσης ερωτευμένη με τον φίλο της, και παρά τους ασίγαστους φόβους της για μια πιθανή απιστία εκ μέρους του, επιδιώκει αταλάντευτα τον γάμο –τη μόνη διέξοδο από την οικογενειακή μέγγενη. Και, τέλος, η Βέρα, μια φοιτήτρια λογοτεχνίας, που έρχεται ενώπιος ενωπίω με κρυμμένα οικογενειακά μυστικά, τα οποία δυναμιτίζουν τις (όποιες) βεβαιότητες και επενεργούν ως καταλύτης...
Μια ταινία κομψή, αισθητικά συνεπέστατη, γεμάτη νύξεις και χαμηλότονη υπαρξιακή αγωνία –κοντολογίς, μια ταινία που προφανώς δεν απευθύνεται σε ένα αμύητο κοινό.  
Τατιάνα Καποδίστρια

ΣΙΝΕ-ΡΗΞΗ Κωνσταντίνος Μπλάθρας
Πήρα τον ηλεκτρικό για την τελευταία βραδυνή προβολή της καινούργιας ταινίας του Δημήτρη Αθανίτη, Τρεις Μέρες Ευτυχίας. Καθ΄οδόν κόσμος κουρασμένος, σε μια πόλη που, το ανακάτεμα της, το βράδυ ησυχάζει λίγο. Μελαγχολικός κόσμος.
 
Το αστικό τοπίο της Αθήνας, ιδιαίτερα κατά τα απόμερα των μεγάλων λεωφόρων, στις ερημικές διαβάσεις πάνω απ΄τις γραμμές του ηλεκτρικού, στα συννεφιασμένα-που είχαμε κάμποσα φέτος- και τα νυχτερινά, κατά πρόσωπο στις γιγαντοαφίσες των δρόμων στέκεται σαν όψη της ψυχής των ανθρώπων που την κατοικούν. Ενα τοπίο που αναζητά -και έχει- τους ποιητές του, στη μεγάλη οθόνη έχει τον βάρδο του, τον Αθανίτη. Σπουδαγμένος αρχιτέκτονας, ο σκηνοθέτης γίνεται ποιητής εικόνων της πόλης, μέσα από το κυριότερο στοιχείο της, τον κάτοικο της. Με οδηγό την ανθρώπινη τοπογραφία, από το Αντίο Βερολίνο (1994), την πρώτη του ταινία, ταξιδεύει σε μια πόκρυφη Αθήνα, εσωτερικό τοπίο και εξωτερική διάθεση όσων τη διατρέχουν. Πως να ορίσει κανείς κάτι που δεν είναι χειροπιαστό, κάτι τόσο αόριστο όπως η ευτυχία; -Εξ αντιθέτου! Βουτώντας αισθήματα και πρόσωπα σε ένα παγωμένο μπλε, περιγράφοντας το αδιέξοδο, την κατάθλιψη, την μελαγχολία που, σαν πέπλο της νύχτας, επικάθεται στην πόλη.

Είναι μια ακόμη ελληνική ταινία τον καιρό της κρίσης; Οχι. Γιατί αυτή η κρίση των ηρώων του Αθανίτη είναι άλλης υφής και δεν έχει να κάνει μόνο με το αλισβερίσι της οικονομίας, αλλά με την ίδια τη ζωή. Τρεις γυναίκες λοιπόν, η Ιρίνα, μια ρωσίδα πόρνη, που αναζητά την έξοδο από το σκοτεινό τούνελ προς έναν-ονειρικό-Καναδά, η Αννα, μελλόνυμφη, που έρχεται αντιμέτωπη με το άγνωστο της αγάπης, στη σκιά των χωρισμένων της γονιών, και η Βέρα, τελειόφητη στο πτυχίο, αντιμέτωπη με το προσωπείο της ευτυχίας που καταρρέει με την αυτοκτονία της μάνας της. Τρεις γυναίκες λοιπόν, γιατί ανέκαθεν οι γυναίκες άκουγαν καθαρότερα τις προσεισμικές δονήσεις μια κοινωνίας που γκρεμίζεται. Τρεις δαφορετικές τάξεις, επίσης. Ο απόκοσμος της μετανάστευσης και της μαφίας , ο καλός ο κόσμος των αστών και οι υπόλοιποι, οι της μεσαίας, επί το ελληνικότερον μικρομεσαίας, τάξης.

Οχι, για να μην παρεξηγηθώ, ο Αθανίτης δεν κοινωνιολογεί. Κατοικεί με την κάμερα του τόσο κοντά στα πρόσωπα, που δεν μπορεί παρά να οντολογεί, όπως βέβαια, κάθε ποιητής. Αλλά, για να ανοιχτεί στους άνθρώπους ερευνά και ανοίγεται  στα βάθη της πόλης, για να ανασύρει τα τρία πρόσωπα των ηρωίδων-γυναικών του και όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα που τις περιβάλλουν: ο νταβατζής-φίλος, η μάνα μ΄ένα αποστασιοποιημένο πατέρα, ο γαμπρός, κλπ. Γύρω τους ένα πλέγμα από σχέσεις, απόμακρες και τις πιο πολλές φορές βίαιες, σαν συνεπιβάτες όλοι ενός τρένου, που στρέφει ο καθένας το βλέμμα του αλλού, μέχρι να πέσουν ο ένας πάνω στον άλλο σε αναπάντεχο φρενάρισμα. Κι η κάμερα να επιμένει στη γεωγραφία των προσώπων, μέσα σε ένα μπλε, που τα κάνει να μοιάζουν με υδρόγειο η με πρόσωπα στο λυπημένο φως της γεμάτης σελήνης. Κάποτε κι ολόκληρα τα κορμιά γίνονται πορτρέτα φλεγόμενων μελών.

Ο Γιάννης Φώτου στη φωτογραφίαέχει καταγράψει αυτό το φως που οραματίστηκε ο σκηοθέτης, με καθαρότητα, με την ευγένεια ζωγραφικού πίνακα.
Ο Δημήτρης Αθανίτης, που υπογράφει επίσης το σενάριο, δίνει την ιστορία του ελλειπτικά, χωρίς περριτές λεπτομέρειες που θα αποσπούσαν απ΄αυτή την εγγύτητα. Η έλλειψη δεν εμποδίζει στην κατανόηση, αν και ποτέ δεν μπορούμε να καταλάβουμε ακριβώς, ούτε να πλησιάσουμε πολύ. Οπως στη ζωή. Κι ο σκηνοθέτης κρύβει τους λυγμούς. Μόνον η Ιρίνα, η πόρνη, ανοιχτή στο δημόσιο βλέμμα, θα γυμνωθεί και θα κλάψει. Χωρίς ελπίδα άραγε; Μια κραυγή, ένας σπαραγμός, μια αγκαλιά κι ένα κρυμμένο βλέμμα πίσω από μαύρα γυαλιά συνθέτουν το φινάλε. Συνηχούν την απορία του ίδιου του δημιουργού: Η φεύγουσα ευτυχία πως να δεσμευτεί;

Από τόσο κοντά ο ηθοποιός πρέπει να επιστρατεύσει ακόμη και τους πιο άφαντους μιμικούς μύες του προσώπου για να ανταπεξέλθει. Η Κατερίνα Φωτιάδη είναι η Βέρα, η Αλεξάνδρα Αιδίνη η Αννα, και η Νικολίτσα Ντρίζη είναι η Ιρίνα, καλά καθοδηγημένες και εύστοχες στη δύσκολη ερμηνεία τους. Ο Ερρίκος Λίτσης, ο Δημήτρης Αγαρτζίδης, η Λουκία Πιστιόλα, ο Κρις Ραντάνοβ και ο Κώστας Ξυκομηνός από δίπλα υποστηρίζουν τις πρωταγωνίστριες με χαμηλούς τόνους. Η ενδιαφέρουσα μουσική των DNA, καθοδηγημένη κι αυτή στις καίριες στιγμές της δράσης, δίνει την απαραίτητη αναπνοή.

Οι Τρεις Μέρες Ευτυχίας είναι μια ώριμη στιγμή του Δημήτρη Αθανίτη, ο οποίος επιμένει σε ένα προσωπικό κινηματογράφο, χωρίς να περισπάται στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα, που τόσα και τόσα κορμιά του ελληνκού κινηματογράφου έχει φάει. Μόνο που ο επιμένων, σε μια χώρα από καιρό παραδομένη σε μια παραίσθηση ευτυχίας, δεν νικά πάντα. Μα και τη νίκη σαν είναι πλαστή, τι να την κάνεις;

Κυριακή 27 Μαΐου 2012

CRITICS


 Α political film, worthy οf representative the contemporary Greek wave, which rejecting anything artificial, forces a questioning of the world.
Elie Castiel, SEQUENSES, Montreal

Α complex portrait of several different women, in a form reminiscent
of Bergman and Buňuel.
Bill Mousoulis, EKRAΝ, Lublijana
 
The skilful direction of Athanitis and the internal power of images and interpretations  
were stacked in my memory.
D.Danikas, Fipresci, ΤΑ ΝΕΑ
 
An eerie nightmarish style
Α. Dermetzoglou, Fipresci, MACEDONIA

A mosaic of the life of a middleclass society, driven to a dead-end ...
Ν. F. Μιkelides, Fipresci, PANORAMA 
 
Haunts the viewer’s gaze with images of weird beauty.
Ο. Andreadakis, Opening Nights-Athens IFF

Captures a portrait of a society in crisis,  in an abstract way.
G.
Κrassakopulos, ΑTHENS VOICE

Daredevil, implicit, based on glances and bodies.
Ν. Kourmoulis, Investor’s World

-Quirky cinema, different and challenging.
T. Soumas, Cinephilia.gr

A melancholic symphony, whose melody suffocates inside
an impenetrable family status.
S.
Κersanidis, Fipresci, Epohi

Irina, Anna and Vera are possibly the heterogeneous views of this city or even of this contemporary Greek society, which abruptly lost its innocence.  
Y.
Αntiochos, ΑTHINORAMA

If there is a Greek film director that managed to enclose the last decade’s essence in his films, that is Dimitri Athanitis.
V. Georgakopulu,
Εlefterotypia
 
 One of the most important Greek film directors.
Opening Nights-Athens IFF


Σάββατο 14 Απριλίου 2012

Cine ΡΗΞΗ: ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ

Κωνσταντίνος Μπλάθρας

Πήρα τον ηλεκτρικό για την τελευταία βραδυνή προβολή της καινούργιας ταινίας του Δημήτρη Αθανίτη, Τρεις Μέρες Ευτυχίας. Καθ΄οδόν κόσμος κουρασμένος, σε μια πόλη που, το ανακάτεμα της, το βράδυ ησυχάζει λίγο. Μελαγχολικός κόσμος.
 
Το αστικό τοπίο της Αθήνας, ιδιαίτερα κατά τα απόμερα των μεγάλων λεωφόρων, στις ερημικές διαβάσεις πάνω απ΄τις γραμμές του ηλεκτρικού, στα συννεφιασμένα-που είχαμε κάμποσα φέτος- και τα νυχτερινά, κατά πρόσωπο στις γιγαντοαφίσες των δρόμων στέκεται σαν όψη της ψυχής των ανθρώπων που την κατοικούν. Ενα τοπίο που αναζητά -και έχει- τους ποιητές του, στη μεγάλη οθόνη έχει τον βάρδο του, τον Αθανίτη. Σπουδαγμένος αρχιτέκτονας, ο σκηνοθέτης γίνεται ποιητής εικόνων της πόλης, μέσα από το κυριότερο στοιχείο της, τον κάτοικο της. Με οδηγό την ανθρώπινη τοπογραφία, από το Αντίο Βερολίνο (1994), την πρώτη του ταινία, ταξιδεύει σε μια πόκρυφη Αθήνα, εσωτερικό τοπίο και εξωτερική διάθεση όσων τη διατρέχουν. Πως να ορίσει κανείς κάτι που δεν είναι χειροπιαστό, κάτι τόσο αόριστο όπως η ευτυχία; -Εξ αντιθέτου! Βουτώντας αισθήματα και πρόσωπα σε ένα παγωμένο μπλε, περιγράφοντας το αδιέξοδο, την κατάθλιψη, την μελαγχολία που, σαν πέπλο της νύχτας, επικάθεται στην πόλη.

Είναι μια ακόμη ελληνική ταινία τον καιρό της κρίσης; Οχι. Γιατί αυτή η κρίση των ηρώων του Αθανίτη είναι άλλης υφής και δεν έχει να κάνει μόνο με το αλισβερίσι της οικονομίας, αλλά με την ίδια τη ζωή. Τρεις γυναίκες λοιπόν, η Ιρίνα, μια ρωσίδα πόρνη, που αναζητά την έξοδο από το σκοτεινό τούνελ προς έναν-ονειρικό-Καναδά, η Αννα, μελλόνυμφη, που έρχεται αντιμέτωπη με το άγνωστο της αγάπης, στη σκιά των χωρισμένων της γονιών, και η Βέρα, τελειόφητη στο πτυχίο, αντιμέτωπη με το προσωπείο της ευτυχίας που καταρρέει με την αυτοκτονία της μάνας της. Τρεις γυναίκες λοιπόν, γιατί ανέκαθεν οι γυναίκες άκουγαν καθαρότερα τις προσεισμικές δονήσεις μια κοινωνίας που γκρεμίζεται. Τρεις δαφορετικές τάξεις, επίσης. Ο απόκοσμος της μετανάστευσης και της μαφίας , ο καλός ο κόσμος των αστών και οι υπόλοιποι, οι της μεσαίας, επί το ελληνικότερον μικρομεσαίας, τάξης.

Οχι, για να μην παρεξηγηθώ, ο Αθανίτης δεν κοινωνιολογεί. Κατοικεί με την κάμερα του τόσο κοντά στα πρόσωπα, που δεν μπορεί παρά να οντολογεί, όπως βέβαια, κάθε ποιητής. Αλλά, για να ανοιχτεί στους άνθρώπους ερευνά και ανοίγεται  στα βάθη της πόλης, για να ανασύρει τα τρία πρόσωπα των ηρωίδων-γυναικών του και όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα που τις περιβάλλουν: ο νταβατζής-φίλος, η μάνα μ΄ένα αποστασιοποιημένο πατέρα, ο γαμπρός, κλπ. Γύρω τους ένα πλέγμα από σχέσεις, απόμακρες και τις πιο πολλές φορές βίαιες, σαν συνεπιβάτες όλοι ενός τρένου, που στρέφει ο καθένας το βλέμμα του αλλού, μέχρι να πέσουν ο ένας πάνω στον άλλο σε αναπάντεχο φρενάρισμα. Κι η κάμερα να επιμένει στη γεωγραφία των προσώπων, μέσα σε ένα μπλε, που τα κάνει να μοιάζουν με υδρόγειο η με πρόσωπα στο λυπημένο φως της γεμάτης σελήνης. Κάποτε κι ολόκληρα τα κορμιά γίνονται πορτρέτα φλεγόμενων μελών.

Ο Γιάννης Φώτου στη φωτογραφίαέχει καταγράψει αυτό το φως που οραματίστηκε ο σκηοθέτης, με καθαρότητα, με την ευγένεια ζωγραφικού πίνακα.
Ο Δημήτρης Αθανίτης, που υπογράφει επίσης το σενάριο, δίνει την ιστορία του ελλειπτικά, χωρίς περριτές λεπτομέρειες που θα αποσπούσαν απ΄αυτή την εγγύτητα. Η έλλειψη δεν εμποδίζει στην κατανόηση, αν και ποτέ δεν μπορούμε να καταλάβουμε ακριβώς, ούτε να πλησιάσουμε πολύ. Οπως στη ζωή. Κι ο σκηνοθέτης κρύβει τους λυγμούς. Μόνον η Ιρίνα, η πόρνη, ανοιχτή στο δημόσιο βλέμμα, θα γυμνωθεί και θα κλάψει. Χωρίς ελπίδα άραγε; Μια κραυγή, ένας σπαραγμός, μια αγκαλιά κι ένα κρυμμένο βλέμμα πίσω από μαύρα γυαλιά συνθέτουν το φινάλε. Συνηχούν την απορία του ίδιου του δημιουργού: Η φεύγουσα ευτυχία πως να δεσμευτεί;

Από τόσο κοντά ο ηθοποιός πρέπει να επιστρατεύσει ακόμη και τους πιο άφαντους μιμικούς μύες του προσώπου για να ανταπεξέλθει. Η Κατερίνα Φωτιάδη είναι η Βέρα, η Αλεξάνδρα Αιδίνη η Αννα, και η Νικολίτσα Ντρίζη είναι η Ιρίνα, καλά καθοδηγημένες και εύστοχες στη δύσκολη ερμηνεία τους. Ο Ερρίκος Λίτσης, ο Δημήτρης Αγαρτζίδης, η Λουκία Πιστιόλα, ο Κρις Ραντάνοβ και ο Κώστας Ξυκομηνός από δίπλα υποστηρίζουν τις πρωταγωνίστριες με χαμηλούς τόνους. Η ενδιαφέρουσα μουσική των DNA, καθοδηγημένη κι αυτή στις καίριες στιγμές της δράσης, δίνει την απαραίτητη αναπνοή.

Οι Τρεις Μέρες Ευτυχίας είναι μια ώριμη στιγμή του Δημήτρη Αθανίτη, ο οποίος επιμένει σε ένα προσωπικό κινηματογράφο, χωρίς να περισπάται στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα, που τόσα και τόσα κορμιά του ελληνκού κινηματογράφου έχει φάει. Μόνο που ο επιμένων, σε μια χώρα από καιρό παραδομένη σε μια παραίσθηση ευτυχίας, δεν νικά πάντα. Μα και τη νίκη σαν είναι πλαστή, τι να την κάνεις;

      

ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ: Ανακάλυψα το σινεμά μέσα από το βλέμμα των άλλων

Ο έμπειρος δημιουργός μιλά για την έκτη μεγάλου μήκους ταινία του «Τρεις Μέρες Ευτυχίας», το θυληκό πορτρέτο μιας Αθήνας σε αδιέξοδο, αλλά και για τις σκηνοθετικές επιρροές και τον ημι-ρεαλιστικό κινηματογραφικό του κόσμο. Από τον Γιάγκο Αντίοχο


Γιατί επέλεξες να έχεις τρεις γυναίκες πρωταγωνίστριες;
Οι γυναίκες ζουν πολύ πιο άγρια τις αντιφάσεις που υπάρχουν γύρω μας, ιδίως σήμερα που ο ρόλος τους είναι εξαιρετικά περίπλοκος. Στους καιρούς μας, η γυναίκα πρέπει να είναι τα πάντα, όμορφη, έξυπνη, γόνιμη, επιτυχημένη και να έχει λεφτά. Είναι στα όρια του αδύνατου να ανταπεξέλθει επαρκώς σε όλους αυτούς τους ρόλους. Είναι σχεδόν παρανοικό όλα αυτά που της ζητούνται...
Δεν φοβήθηκες μήπως η απόφαση σου να τριχοτομήσεις τον πρωταγωνιστικό ρόλο δημιουργεί ανισότητες στην αφήγηση;
Ηθελα να κάνω ένα γυναικείο πορτρέτο που ξεπερνά το προσωπικό, το ατομικό. Γι αυτό διάλεξα τρεις γυναίκες από διαφορετικούς κοινωνικούς χώρους και τάξεις. Τελικά όμως πιστεύω ότι με τον τρόπο που οι ιστορίες αλληλεπιδρού και μπλέκονται μεταξύ τους δημιουργούν ένα ερύτερο πορτρέτο της νέας γυναίκας σήμερα.
Οι πρωταγωνίστριες σου δεν είναι ευρύτερα γνωστές. Ηταν μια συνειδητή επιλογή η ζήτημα τύχης;
Ηθελα να βρω τα πρόσωπα που ταίριαζαν σε αυτό που είχα στο μυαλό μου. Αν δω έναν ηθοποιό, ξέρω σε λιγώτερο από ένα λεπτό αν μου κάνει η όχι. Αλλά δεν είναι καθόλου εύκολο να βρεις αυτά τα πρόσωπα. Επίσης, ήθελα στις «Τρεις Μέρες Ευτυχίας» να ανακαλύψω τρεις γυναίκες που να έχουν,άμα τη εμφανίσει, ισχυρή παρουσία, να διαθέτουν ισχυρό ψυχισμό, ο οποίος μπορεί να εκφράσει το ακραίο δράμα που βιώνουν πέρα από τα όρια των ανεπεξέργαστων καθημερινών συμπεριφορών.
Εχεις κινηματογραφήσει την Αθήνα πολλέ φορές και με διαφορετικούς τρόπους...
Με ενδιαφέρει το σινεμά που σε οδηγεί σε κάτι καινούργιο και εν προκειμάνω σε μια νέα όψη αυτής της πόλης. Επίσης με ιντριγκάρει ο φυσικός χώρος ακόμη και στα εσωτερικά. Μου αρέσουν οι βιωμένοι χώροι. Ο φυσικός χώρος κουβαλά τα σημάδια του χρόνου που έχει περάσει.
Ενώ σκηνοθετείς ένα σκληρό δράμα, οι τόνοι παραμένουν σε όλη τη διάρκεια της ταινίας χαμηλοι...
Πιστεύω ότι μέσα από τις σιωπές επιτείνεται το δράμα. Οι χαμηλοί τόνοι είναι τελικά πολύ πιο ισχυροί κι έχουν μεγαλύτερη διάρκεια. Από την άλλη προσπάθησα να τοποθετήσω στην πλοκή κάποιες βραδυφλεγείς σεναριακές βόμβες, οι οποίες και μετά το τέλος της ταινίας εξακολουθούν να παραμένουν ενεργές. Ηθελα με το που πεφτουν οι τίτλοι τέλους να έχει τη δυνατότητα ο θεατής να φανταστεί τη συνέχεια της ταινίας.
Στη στυλιζαρισμένη φωτογραφία σου κυριαρχεί το μπλε. Δεν φοβήθηκες τις αναφορές στην Μπλε Ταινία του Κισλόφσκι;
Το συγκεκριμένο χρώμα εκφράζει ένα συναίσθημα και κατ΄επέκταση τη φορτισμένη κατάσταση των ηρωίδων. Είναι παράλληλα ένας τρόπος να απογυμνωθεί ο ρεαλισμός και να προχωρήσει ο θεατής λίγο πιο μέσα. Οσο για τις όποιες αναφορές στον Κισλόφσκι, να σου πω την αλήθεια δεν τις σκέφτηκα καν. Καλώς η κακώς, ξεκίνησα ως σινεφίλ και ανακάλυψα το σινεμά μέσα από το βλέμμα των άλλων. Από την άλλη όμως πιστεύω ότι έχω τον δικό μου κινηματογραφικό κόσμο και τη δική μου ματιά. Αν με κάλυπταν οι ταινίες που έβλεπα στις αίθουσες, δεν θα γύριζα τις δικές μου. Κάνω σινεμά για να βγάλω στην επιφάνεια πράγματα που σκέφτομαι και δεν τα βλέπω αλλού.

Βασιλική Κάππα: Tρεις Μέρες Ευτυχίας του Δημήτρη Αθανίτη

ΚΟΥΙΝΤΑ ΑRT eMagazine

Η ταινία τρεις ημέρες ευτυχίας, με πλάνα κοντινά, πρόσωπα λουσμένα στο μπλε, όψεις της Αθηναϊκής πόλης, επιλεγμένες ώστε να αναδείξουν ένα αστικό τοπίο που δεν θα  το δει ο μη παρατηρητικός, χαρακτηρίζεται από ιδιότυπη εικαστικότητα. Τα πρόσωπα περιμένουν την ευτυχία, ωστόσο βρίσκονται λίγο πριν από την ανατροπή της προσδοκίας τους και τη διάψευση του ονείρου τους.Τρεις νέες γυναίκες διασταυρώνονται.  
Η Ιρίνα, θύμα του τράφικινγκ, γίνεται άθελα της και θύτης αφού με επίκεντρο τη δική της δραστηριότητα πλέκεται το δίχτυ που σταδιακά κυκλώνει τη ζωή των άλλων δύο. Πρόκειται για τις πελατειακές σχέσεις που έχουν αναπτύξει με την πρώτη τα πρόσωπα του στενού περιβάλλοντος των άλλων δύο ηρωίδων, ο πατέρας της Βέρας και ο μελλοντικός σύζυγος της Άννας. Οι σχέσεις αυτές οδηγούν τη μητέρα της Βέρας στην αυτοκτονία και την ψυχική ηρεμία της Άννας σε κλονισμό, ενώ η Ιρίνα με τη σειρά της δεν καταφέρνει τελικά να πραγματοποιήσει το όνειρο της να διαφύγει στον Καναδά για να γλιτώσει.athanitis1.jpg

Το μπλε χρώμα που διαποτίζει ολόκληρη την ταινία μοιάζει να τις τοποθετεί πίσω από ένα ψυχρό γυαλί για να μας επιτρέψει να τις παρατηρήσουμε χωρίς να ταυτιστούμε. Πρόκειται για μια ανατομία των στιγμών έντασης. Οι χαρακτήρες δεν έχουν παρελθόν και μέλλον, δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα γι’ αυτούς, τους βλέπουμε σχεδόν πάντα σε στιγμές έντασης ή κορύφωσης. Η εσωτερική διαδρομή που έχουν ακολουθήσει προκειμένου να φτάσουν στην κορύφωση είναι κλειστή για τον θεατή, δεν τον κάνει μέτοχο. Αυτό που ενδιαφέρει είναι αυτή καθ’ αυτή η παράθεση των στιγμών που φέρουν τη μεγαλύτερη δυνατή συναισθηματική πυκνότητα, όχι για το θεατή, αλλά για τους χαρακτήρες. Είναι σαν μια σειρά από στιγμιότυπα εσωτερικά κόκκινα, αλλά εξωτερικά ταριχευμένα μέσα στα μπλε φίλτρα της ταινίας. Είναι φανερό πως η ταινία δεν καταφεύγει στην παραδοσιακή λύση της πρόκλησης συγκινησιακής φόρτισης στο θεατή της, αλλά απογυμνώνει τον εαυτό της προτείνοντας ταυτόχρονα δύο αναγνώσεις διαμετρικά αντίθετες μεταξύ τους.

athanitis2.jpgΟι ηρωίδες είναι στην κυριολεξία κορίτσια της διπλανής πόρτας, ούτε καν η Ιρίνα δεν διαθέτει την γοητεία που θα την καθιστούσε φύσει κατάλληλη για το επάγγελμα που ασκεί και άρα ένοχη, αντίθετα είναι και εκείνη προσεκτικά επιλεγμένη ώστε να είναι ισότιμη και αισθητικά συγγενής με τις άλλες δύο. Αδύναμη, θύμα, αθώα και παγιδευμένη σε ρόλους και γρανάζια πάνω στα οποία δεν έχει καμία κυριότητα. Το ότι η Ιρίνα παίζει το ρόλο της πόρνης είναι προϊόν της μοίρας της όχι της θέλησης ή του πληθωρικού ερωτισμού της και ασφαλώς θα μπορούσε στη θέση της να βρίσκεται οποιαδήποτε από τις άλλες δύο ηρωίδες, ή, ίσως, οποιαδήποτε γυναίκα. Ποτέ ούτε για μια στιγμή δεν την αντικρίζουμε ενισχυμένη από την αίγλη μιας έστω λάγνας αμφίεσης. Με σταθερή συνέπεια ο φακός την εκθέτει στα μάτια μας απογυμνωμένη από κάθε στολίδι που θα την έκανε πιο ωραία, με νεότητα κουρασμένη και γύμνια που δεν προκαλεί.
Η ταινία είναι σπονδυλωτή και αρθρωμένη πάνω σε τρεις παράλληλες ιστορίες. Ωστόσο γρήγορα ανακαλύπτουμε ότι οι ηρωίδες συνδέονται μεταξύ τους ή χαρακτηρίζονται από μια βαθύτερη ομοιότητα έτσι ώστε να εκφράζουν τις τρεις εκδοχές του ίδιου πράγματος και εύκολα να μπορούν να αλλάξουν θέσεις μέσα στο σύστημα που τις νοηματοδοτεί δίχως να διαταραχτούν οι ισορροπίες. Ο ρόλος τους στη ζωή καθορίζεται εξολοκλήρου από τη χρήση που έχει ορίσει γι’ αυτές η συγκυρία της πραγματικότητας. Πάνω τους εφαρμόζεται από την κοινωνία η πιο συντηρητική και παραδοσιακή ερμηνεία πάνω στο γυναικείο φύλλο. Έχουμε μπροστά μας την κόρη, την πόρνη και τη νύφη και τις τρεις κατάφωρα βιασμένες από την αντρική παρουσία και τις τρεις δυστυχισμένες εξαιτίας αυτού του βιασμού. athanitis4.jpg

Η μία πόρνη, παρά τη θέληση της, βρίσκεται στο υπόγειο της γυναικείας διαδρομής, ή άλλη, αθώα ακόμη, κόρη μιας γυναίκας απατημένης από έναν πατέρα που ερωτεύεται πόρνες, η τρίτη μελλόνυμφη και σύντομα απατημένη κι αυτή από τον σύντροφο της που σπεύδει να δοκιμάσει την απόλαυση του πληρωμένου έρωτα με την πρώτη ευκαιρία. Είναι μια σύνθεση από ρόλους που θίγει έννοιες και με κριτικό μάτι τεμαχίζει τους παραδοσιακούς γυναικείους ρόλους και τους εντοπίζει στη σύγχρονη πραγματικότητα. Ο έρωτας κάτι παραπάνω από υποκριτικός σ’ έναν κόσμο που κακοποιεί, εμμονικά ποθεί, διαστρεβλώνει, φοβάται, υβρίζει και εκμεταλλεύεται τη γυναικεία οντότητα. Ενώ η έννοια της οικογένειας ισοδύναμη με αυτό που ονομάζουν οικογένεια οι νταβατζήδες που εκδίδουν την Ιρήνα.

athanitis5.jpgΗ αυτοκτονία της μητέρας της Βέρας – ένα αιφνίδιο χτύπημα στην κοιλιά της με το μαχαίρι της κουζίνας την ώρα που με την πλάτη στραμμένη στο θεατή σερβίρει το σύζυγο της για τον οποίο έμαθε ότι την απατά με την Ιρίνα – μοιάζει αδικαιολόγητη όταν προσπαθήσει κανείς να την εξηγήσει, στα πλαίσια της συμμετοχικής κοινής λογικής. «Ποια γυναίκα στην Ελλάδα θα οδηγιόταν στην αυτοκτονία επειδή ανακάλυψε ότι ο σύζυγος της την απατά με μια Ιρίνα;», ειδικά δε όταν η ταινία δεν έχει κάνει τον κόπο να μας παρασύρει στη συγκίνηση, διότι ο σκοπός της δεν είναι αυτός και διότι οι ήρωες της είναι πρωτίστως ένα παζλ εννοιών και συμβολισμών; Μέσα σε αυτό το παζλ είναι φυσικό η μητέρα της Βέρας να αυτοκτονεί γιατί μαζί της αυτοκτονεί και διαλύεται όλο το συντηρητικό οικοδόμημα που έχει ως ακρογωνιαίο λίθο την οικογένεια και ως αντίποδα το πεζοδρόμιο, μαζί της δηλαδή αυτοκτονεί όλο το οικοδόμημα του μεταχριστιανικού έρωτα, για να αρχίσει να αποκαλύπτεται ότι δεν υπάρχει έρωτας μέσα σ’ αυτό, υπάρχει μόνο ψέμα βία διαστροφή και ενοχή.

Ο νεαρός σύντροφος της Άννας, με το αθώο βλέμμα και τη μοντέρνα αισθητική και οι καθωσπρέπει φίλοι του που του πηγαίνουν ως δώρο για το μπάτσελορ πάρτι του την Ιρίνα, μας εκπλήσσουν με την παρεκτροπή τους όταν σε λίγο απειλούν την Ιρίνα με χυδαίο τρόπο και ζωώδεις διαθέσεις. Είναι φανερό πως δεν υπάρχουν «καλά παιδιά», η βία είναι καθολική και συντηρείται κρυφά ή φανερά από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Η οικογένεια παντού και πάντα κρύβει ένοχες ρωγμές και εγκληματικά ψέματα. Ο πατέρας της Βέρας ερωτευμένος με την πόρνη είναι έτοιμος να εγκαταλείψει την οικογένεια του γι’ αυτήν όπως ομολογεί στο βιντεοσκοπημένο από τον ντετέκτιβ υλικό που αποκαλύπτει τις προθέσεις του στη μητέρα της Βέρας και αργότερα στην ίδια τη Βέρα. Ο πατέρας της Άννας, μια ενοχική αμφιλεγόμενη φιγούρα, την κυνηγά ζητώντας της να τον συγχωρέσει για σφάλματα του παρελθόντος που η ταινία δεν μας αποκαλύπτει ποτέ. Η οικογένεια της Ιρίνας την εκδίδει. athanitis6.jpg

Υπάρχει έντονο το στοιχείο της σιωπής. Ίσως μια καταβύθιση στο σιωπηλό και βιασμένο κόσμο των γυναικών όπου πρέπει κανείς να αφουγκραστεί προσεκτικά για να καταλάβει τι τους συμβαίνει. Οι εσωτερικές διαδρομές των ηρωίδων είναι σιωπηλές. Η εικαστική ματιά σύγχρονη και γεμάτη αρχιτεκτονικό πλούτο. Ο αγαπημένος της Ιρίνας  Μίσα, η μόνη ανθρώπινη νότα στο ζοφερό τοπίο των συμβολισμών δολοφονείται στο τέλος για παραδειγματισμό.

athanitis7.jpgΜια ταινία που η ευαισθησία της αποκαλύπτεται με πολλαπλές αναγνώσεις όπως τα νοήματα ενός ποιήματος, που η δομή της δεν «φωνάζει» κι όμως στηρίζει, που οι ηθοποιοί της δεν εκβιάζουν το θαυμασμό κι όμως υποδύονται με αφοσίωση.
 
Μια σεμνή ταινία που oολοκληρώθηκε σε έδαφος όπου δεν διατίθεται νερό για να ποτίσει το δέντρο του κινηματογράφου, ωστόσο κατόρθωσε, όπως και άλλες αξιέπαινες προσπάθειες, να ολοκληρωθεί δίχως να υποχωρήσει ως προς τις καλλιτεχνικές της προθέσεις σαν να είχε όλο το νερό του κόσμου στη διάθεση της. athanitis8.jpg
Η ταινία συνδιαλέγεται καλά με τον θεατή που δεν βαριέται να λύσει τα αινίγματα μιας σκόπιμα ελλειπτικής αφήγησης, η οποία δεν χρησιμοποιεί γέφυρες, περιγραφές και επεξηγήσεις. Η ταινία αναπτύσσεται με τον τρόπο που το κάνει ένα ποιητικό κείμενο που αποκαλύπτεται όσο το διαβάζεις,


Δεν πρόκειται για ταινία που καθηλώνει με ταχύτητα και εντυπωσιασμούς γι’ αυτό θα ανταμείψει το θεατή που θα της δώσει το χρόνο που αναλογεί σε μια ταινία που τη σκεφτόμαστε και μετά.
Σκηνοθεσία:
Δημήτρης Αθανίτης
Σενάριο:
Δημήτρης Αθανίτης
Παίζουν:Αλεξάνδρα Αϊδίνη (Άννα), Νικολίτσα Ντρίζη (Ρήνα), Κατερίνα Φωτιάδη (Βέρα), Δημήτρης Αγαρτζίδης, Ερρίκος Λίτσης, Λουκία Πιστιόλα, Κώστας Ξυκομηνός, Αλεξάνδρα Διαμαντοπούλου, Κωνσταντίνα Ανδριοπούλου

http://koyinta.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=3503&Itemid=29



Τετάρτη 11 Απριλίου 2012

Cineworld: Tρεις Μέρες Ευτυχίας


«Τρεις μέρες ευτυχίας»

Σκηνοθεσία: Δημήτρης Αθανίτης
Σενάριο: Δημήτρης Αθανίτης
Παραγωγή: 2011. Διάρκεια 90΄
 Γράφει ο Αντώνης Τολάκης
« Πως μπορείς κανείς να δώσει σχήμα σε κάτι που δεν υπάρχει; » Αντιμέτωπες με τα αδιέξοδα της ζωής τους, οι τρεις νεαρές ηρωίδες του Αθανίτη κατατρύχονται συνεχώς από αυτό το ερώτημα. Και σχεδιάζουν : η Άννα σχεδιάζει το γάμο της, που στηρίζεται στα ερείπια της διαλυμένης της οικογένειας, η Βέρα το μέλλον της , που σφραγίζεται ανεξίτηλα από το θάνατο της μητέρας της, η Ιρίνα το όνειρο της, που λέγεται απόδραση από την εγκληματική «οικογένεια» που την εκδίδει. Μόνο που σχεδιάζουν για λίγο. Για τρεις μέρες. Όσο χρειάζεται για να διαπιστώσουν τελικά ότι η ευτυχία δεν έχει σχήμα. Κι όσο χρειάζεται για να μας πει ο σκηνοθέτης ότι η ευτυχία έχει μόνο χρώμα.
Ένα παγωμένο μπλε χρώμα που διαποτίζει ,απ΄ άκρη σ΄ άκρη, όλη την ταινία, μονότονο σκοτεινό, σχεδόν απόκοσμο. Ένα ψυχρό φως που διαστέλλει το υπαρξιακό κενό των ηρωίδων, που επιτείνει τις συναισθηματικές αντιφάσεις και τις ψυχολογικές συγκρούσεις τους. Που έλκει τα βλέμματά τους στο εκτός κάδρου πεδίο, ακινητοποιώντας τη μελαγχολική τους διάθεση στο μπλε φόντο της Αθήνας . Σ΄ ένα φόντο αφιλόξενο, άδειο από ανθρώπους αλλά γεμάτο από τσιμεντένιους όγκους κι αυτοκίνητα.
«Όπως το φόντο παραμένει κάτω από το σχήμα, έτσι και το πραγματικό χρώμα εξακολουθεί να υπάρχει κρυμμένο κάτω από τις όποιες εμφανίσεις του » γράφει ο Merleau-Ponty, αρνούμενος να πιστέψει ότι ο κόσμος αποτελείται από χρωματικές ποιότητες, προδιαγεγραμμένης νοηματικής απόδοσης.
Με τον ίδιο τρόπο, ο Αθανίτης αντιτίθεται στο προφανές του ρεαλισμού και οδηγείται στην φαινομενολογική αντίληψη ότι το ΄΄πραγματικό΄΄ χρώμα στην ταινία του είναι η δυνατότητά του να δηλώνει τα πράγματα που ΄΄ενορώνται΄΄, που υποθάλπονται στην κινηματογραφική εικόνα και υπονοούνται, τελικά, ως σύμβολα ή μορφές της ατομικής πολυπλοκότητας. Κι ότι το ΄΄πραγματικό΄΄ χρώμα- το ψυχρό μπλε που ποτίζει κάθε καρέ του φιλμ- είναι ίδια  η αφαιρετική του δύναμη, μια εικαστική αποψίλωση του ρεαλιστικού πεδίου, που λειτουργεί για χάρη ενός άλλου, εσωτερικότερου και βαθύτερου, ικανού να διερευνά το ασυνείδητο και τις προθέσεις της ανθρώπινης ευαισθησίας.
Αρνούμενος την κινηματογραφική εξομοίωση της φυσικής πραγματικότητας, στο βαθμό που είναι ανίκανη να αρθρώσει το βαθύτερο νόημα που επιζητά κάθε γνήσια καλλιτεχνική έκφραση, ο Αθανίτης χρησιμοποιεί το ψυχρό μπλε, ως το ΄΄πραγματικό΄΄ χρώμα μιας ταινίας που φιλοδοξεί να αποσπάσει τα κρυφά νοήματα πέρα από τα δραματουργικά σχήματα του ρεαλισμού. Γι΄ αυτό κινηματογραφεί τα βλέμματα, τις ανεπαίσθητες κινήσεις των σωμάτων, τις αδιόρατες συσπάσεις των μυών. Με κοντινά πλάνα, προσκολλημένα επίμονα στα πρόσωπα, αρνητικά κάδρα, διαβρωμένα από νεκρούς χρόνους και σιωπές, δημιουργεί ένα οπτικό στυλιζάρισμα που σαγηνεύει αλλά κυρίως παγιδεύει: τα κρυμμένα πάθη, τις μύχιες σκέψεις, το ανείπωτο αίσθημα, τα ασχημάτιστα όνειρα. Ή αλλιώς, την ευτυχία.

 http://www.cineworld.gr/?p=2615#.T4XySaB4LYw.facebook